Δίφωνο

Ιανουάριος 1996

Συνέντευξη στο περιοδικό "Δίφωνο"

www.difono.gr

Η "περίπτωση"

ΘΑΝΑΣΗΣ

ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Ένας… Εργολάβος Δροσίζει το Τραγούδι μας

Σπάνια τυχαίνει να ακούμε το δίσκο ενός νέου τραγουδοποιού και να γεννιέται η επιθυμία να γνωρίσουμε και το πρόσωπο, τον άνθρωπο. Μας συνέβη τώρα με τον Θανάση Παπακωνσταντίνου, τον δημιουργό του δίσκου «Στην Ανδρομέδα και στη Γη» που παρουσιάσαμε στο προηγούμενο τεύχος το «Διφώνου» (στήλη «…και κατ' ιδίαν»). Η τύχη βοήθησε και ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου κατέβηκε τον περασμένο μήνα για τέσσερις μέρες στην Αθήνα, από τη Λάρισα όπου ζει για ισάριθμες εμφανίσεις στο «Μετρό», στο πλάι της Μελίνας Κανά. Ένας γοητευτικός 35άρης, με ζεστασιά -και μια δόση θεσσαλικής προφοράς- στη φωνή, κάπως ντροπαλό παιδί, που κατεβάζει τα μάτια όταν του λες καλά λόγια για τον δίσκο του, με φωτεινό, καθαρό πρόσωπο και φωτεινότερο χαμόγελο. Και είναι εργολάβος δημοσίων έργων! Έστω και… μινόρε, όπως λέει ο ίδιος. Αυτός ο εξ επαρχίας μηχανολόγος μηχανικός, που μας αιφνιδίασε δίνοντας έναν από τους καλύτερους δίσκους της περασμένης περιόδου (συγκαταλέχθηκε στους 20 καλύτερους της χρονιάς στο μικρό «γκάλοπ» που δημοσίευσε το «Δ» στο προηγούμενο τεύχος), είναι, λοιπόν, για αρκετούς λόγους «περίπτωση». Η πολύ ενδιαφέρουσα τραγουδοποιία του δεν συνδυάζεται μόνο με την άσκηση ενός «αντιπνευματικού» επαγγέλματος, αλλά και με την ύπαρξη… οικογένειας: μικροπαντρεμένος, έχει σύζυγο και δύο δεκάχρονα αγοράκια δίδυμα. Βρίσκει, ωστόσο, χρόνο να γράφει τραγούδια. Μετά μανίας μάλιστα.

του Βασίλη Αγγελικόπουλου

Θανάσης Παπακωνσταντίνου: Ήμουν 15άρης και πούλαγε ένας συμμαθητής μου μια κιθάρα, λιγάκι της πλάκας. Είπα της μάνας μου να μου δώσει 300 δραχμές για να την αγοράσω. Από εκεί άρχισαν όλα. Από αυτή την κιθάρα, που την έπαιζα σαν μπουζούκι. Κι από την αρχή έπιασα να γρατσουνίζω δικά μου πράγματα.

Με τον στίχο, πως αρχίσατε; Συνθέτατε από την αρχή πάνω σε δικούς σας στίχους;

Θ.Π. Α, στο γράψιμο έκανα διάφορα από μικρός. Μάλιστα σε κάποια φάση, ήμουν φοιτητής τότε, είχα στείλει στίχους μου στον Μάνο Λοΐζο. Κι έπαθα πλάκα όταν έλαβα ένα τηλεγράφημα που μου έλεγε «ότι μ' αρέσουν τα κομμάτια σου, θέλω να συναντηθούμε». Γνωριστήκαμε τότε καλά. Είχε ετοιμάσει τότε εννιά τραγούδια κι έψαχνε άλλα 2-3 για να συμπληρώσει έναν δίσκο -επρόκειτο να τα τραγουδήσει ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου μάλλον. Αλλά δεν προλάβαμε. Μάλιστα μου έλεγε χαριτολογώντας ότι το πρώτο εγκεφαλικό το έπαθε όταν διάβαζε τους στίχους μου!

Τι έγιναν αυτά τα τραγούδια; Εδώ πρόκειται για μαρτυρία ότι λανθάνουν ανέκδοτα τραγούδια του Λοΐζου;

Θ.Π. Δεν ξέρω. Έψαξα μετά το θάνατο του αλλά δεν βρήκα άκρη. Ο φίλος του και παραγωγός Αχιλλέας Θεοφίλου μού είχε πει ότι ένα από αυτά ήταν ισάξιο του «Όλα σε Θυμίζουν». Όσον αφορά τους στίχους πάντως εμένα τώρα δεν μου αρέσουν. Δεν έχουν σχέση με τα επόμενα που έγραψα. Απορώ πως άρεσαν στον Λοΐζο…

Στον στρατό, όπως λέει και στο χαριτωμένο, όσο και μεστό, βιογραφικό του σημείωμα «άρχισε να μορφοποιεί τα πρώτα του τραγούδια». Αλλά και πριν πάει στο στρατό είχε γράψει μερικά. Ένα μάλιστα το είχε στείλει το 82' στους χατζιδακικούς «Αγώνες τραγουδιού της Κέρκυρας», είχε προκριθεί και περιλαμβάνεται στο σχετικό δίσκο. Ήταν το «Χελώνα», που ερμηνεύει ο Πάνος Τσαπάρας. «Ο μόνος που κατάφερε κάπως να πει αυτό το «παράξενο λαϊκό», όπως το έλεγαν», θυμάται.

Και γιατί δεν το λέγατε ο ίδιος;

Θ.Π. Μπα, δεν είμαι καλός τραγουδιστής. Υπάρχουν ορισμένα κομμάτια που τα λέω σωστά, αλλά υπάρχουν άλλα…

Στους δίσκους σας όμως τραγουδάτε αρκετά.

Θ.Π. Με βάζουν οι φίλοι μου -με εκθέτουν! Ξέρω πώς πρέπει να ειπωθούν τα τραγούδια μου και όταν είμαι μόνος στο σπίτι τα λέω πολύ καλύτερα. Στο στούντιο κολλάω, είμαι έξω από τα νερά μου. Και δεν νομίζω ότι θα το ξεπεράσω ποτέ. Αισθάνομαι σαν τα αγριόχορτα του Ολύμπου. Δεν ευδοκιμούν όταν τα μεταφυτεύσεις αλλού.

Έχοντας γνωρίσει, μέσω του Λοΐζου, τον συνονόματο του Βασίλη Παπακωνσταντίνου, του έδωσε τους στίχους 2 τραγουδιών που έγινα επιτυχίες, του «Λεγεωνάριου» και του «Μαύρου Γάτου» («το είχα γράψει μαθητής γυμνασίου, όταν ήμουν ακόμα αναβράζον δισκίο!»). Το πρώτο τραγούδι που έγραψε, με το μπουζούκι του πια, στον στρατό, είχε τον εύγλωττο τίτλο «Ο Λουφαδόρος». Από τότε, το '82, ήταν που άρχισε να γράφει πολύ. Αλλά τα τραγούδια αυτής της περιόδου, εκτός από δύο που έχει συμπεριλάβει στους δίσκους του, τα έχει αφήσει στην πάντα, «τα έχει ξεπεράσει πια».

Τελειώνοντας το στρατό, «έκανε την γύρα του», όπως όλοι οι επίδοξοι τραγουδοποιοί, « όχι όμως σε εταιρίες, σε πρόσωπα». Άκουσε καλά λόγια για τα τραγούδια του αλλ' ου πλέον. Επανήλθε λίγο μετά το '90, οπότε ο Νίκος Παπάζογλου ενδιαφέρθηκε και ανέλαβε την παραγωγή του πρώτου δίσκου του («Αγία Νοσταλγία», Λύρα, 1993). Εν τω μεταξύ είχε παντρευτεί και είχε αρχίσει να εργάζεται ως εργολάβος δημοσιών έργων στη Λάρισα.

Ακούγοντας τα τραγούδια σας, αλλά και βλέποντάς σας, ούτε που το διανοείται κανείς.

Θ.Π. Γι' αυτό είμαι και μινόρε εργολάβος. Δεν πείθω. Δεν μ' έχουν σε υπόληψη ως εργολάβο. Γι' αυτό και δε βγάζω πολλά λεφτά, δεν είμαι δηλαδή προκομμένος σαν επαγγελματίας (γελά)

Πώς τα καταφέρνετε και τα συνδυάζετε;

Θ.Π. Με νύχια και με δόντια. Γιατί είναι σκληρή δουλειά -και φθοροποιός… Αλλά, εντάξει. Έχει και τα καλά της. Είσαι έξω, με τον κόσμο, με μαστόρους. Γνωρίζεις ανθρώπους που αξίζουν. Σκέφτομαι, εξάλλου, καμιά φορά, ότι επειδή κάνω αυτή τη δουλειά που δεν με ικανοποιεί, ίσως αυτό να είναι και ένας από τους λόγους που με οδηγούν με τόσο πάθος στη μουσική.

Ασχολείστε καθημερινά με τη μουσική;

Θ.Π. Α, είναι φοβερό! Ενώ καίγομαι, έχω να ετοιμάσω δουλειά για την άλλη μέρα, εγώ πιάνω το όργανο στα χέρια μου και ξεχνιέμαι! Μπορεί να πάει και 4 και 5 το πρωί! Πώς να είσαι μετά συνεπής ως εργολάβος;

Και ως οικογενειάρχης;

Θ.Π. Ναι, και ως πατέρας τα έχω τα προβλήματα μου. Ίσως δεν αφιερώνω στα παιδιά μου όσο χρόνο θα έπρεπε, και με την γυναίκα μου το ίδιο… Αλλά η ζωή είναι μικρή, την έχω ανάγκη την μουσική, είναι σημαντικό για μένα να βρίσκω χρόνο να της αφιερώνω… Νιώθω μεγάλη ευχαρίστηση όταν το κάνω, κι αυτό αντανακλάται στην συμπεριφορά μου μέσα στην οικογένεια. Γίνομαι πολύ πιο καλός τότε…

Η έκδοση του πρώτου σας δίσκου ενίσχυσε την διάθεση σας να ασχολείστε με την μουσική;

Θ.Π. Αυτή η διάθεσή μου ενισχύεται περισσότερο όταν ακούω, σε συναυλίες ή αλλού, κομμάτια άλλων που μου αρέσουν. Τότε τρέχω λυσσασμένος στο σπίτι και πιάνω το όργανο στο χέρι.

Πώς γράφετε τα τραγούδια σας; Πρώτα τον στίχο ή την μουσική;

Θ.Π. Συνήθως πάνε μαζί. Σαν ένας ιστός. Μπορεί να ξεκινήσω από ένα ακαθόριστο συναίσθημα… Δηλαδή το «Κάτω απ' το Μαξιλάρι» ξεκίνησε από ένα συναίσθημα τρυφερότητας για τους ανθρώπους, που ξαφνικά μου έδωσε μια μελωδική φράση κι αυτή έναν στίχο. Αυτή η διαδικασία, που δεν γίνεται βέβαια με το μυαλό αλλά με την καρδιά, έχει ως αποτέλεσμα να υπάρχει συνάφεια στίχου και μουσικής. Συναισθηματική τουλάχιστον συνάφεια. Δεν είναι αλλού ο στίχος, αλλού η μουσική.

Ούτε η έκδοση των δίσκων του, ούτε η ευμενής αποδοχή τους τον ικανοποιούν τόσο όσο η στιγμή που γράφει τα τραγούδια του.

Θ.Π. Ανεπανάληπτες στιγμές. Από εκεί και πέρα, με ικανοποιεί βέβαια να βγαίνουν τα τραγούδια μου σε δίσκο και να αρέσουν, αλλά δεν είναι αυτό το πρωταρχικό που με ενδιαφέρει. Εξάλλου, το ξέρω ότι δεν πρόκειται ποτέ να αναδειχθώ σε σουξεδιάρη. Κι αυτό το ξέρει και η Λύρα που μ' έχει δεχτεί. Θέλουν, βέβαια, και υποστήριξη τα τραγούδια και εγώ δεν τα υποστήριξα μέχρι τώρα, δεν τα έχω παίξει ζωντανά. Τώρα αρχίζει κάτι να γίνεται με ζωντανές εμφανίσεις. Πρωτόγνωρα πράγματα και ζόρικα -αυτά να δούμε πως θα καταφέρω να τα συνδυάσω με τη δουλειά και το σπίτι…

Σκέφτεστε να κατηφορίσετε προς Αθήνα;

Θ.Π. Τι, να μείνω; (τα μάτια του γεμίζουν απορία); Με τίποτα! Εδώ λέω να φύγω κι από τη Λάρισα, να πάω ακόμη πιο ψηλά! Στη μεγάλη μου αγάπη, τα βουνά! Μου συμβαίνει συχνά να κοιτάζω ένα βουνό και να δακρύζω. Τι να είναι, η προαιώνια μνήμη που έρχεται, το παρελθόν, ξέρω εγώ; Με συγκλονίζει η καταστροφή της φύσης. Και μέσα στα τραγούδια μου νομίζω ότι υπάρχει η αγάπη γι' αυτό που χάνεται. Στο «Άστρο του Πρωινού», με τους ινδιάνικους στίχους, με συγκλόνισε η αθωότητα με την οποία βλέπουν αυτοί οι άνθρωποι τη φύση, πράγμα αδύνατο για εμάς. Αυτήν αγαπώ. Η πιο σημαντική ανάμνηση που έχω από την παιδική μου ηλικία δεν είναι γεγονότα συγκλονιστικά, τι είναι; Είμαι ξαπλωμένος κάτω στο χορτάρι, αισθάνομαι την μυρωδιά του χώματος, έχει ήλιο ζεστό κι ένα ανάλαφρο αεράκι που φυσά. Με ακολουθεί μέχρι σήμερα και νομίζω ότι θα με ακολουθεί ως το θάνατό μου.

Η φύση και η μουσική μας παράδοση ποτίζουν τη μουσική και τους στίχους αυτού του τραγουδοποιού, ο οποίος ωστόσο διαθέτει ένα πολύ προσωπικό «ύφος» που θα το ζήλευαν πολλοί «νεωτεριστές» και «αβανγκαρντίστες» του κέντρου.

Θ.Π. Μέσα στο σπίτι μου είναι ζωντανή η παράδοση. Είμαι από χωριό. Γεννήθηκα στην Ελασσόνα, μεγάλωσα στον Τύρναβο. Είμαστε σε άμεση επαφή με τη φύση και την παράδοση. Το δημοτικό τραγούδι με συγκινεί όσο κανένα άλλο είδος μουσικής. Τα ρεμπέτικα μού αρέσουν πάρα πολύ, αλλά δεν έχω νιώσει ακούγοντάς τα, αυτά που νιώθω με το δημοτικό τραγούδι. Αυτό ζητώ κι εγώ από το τραγούδι μου -μεγάλη κουβέντα βέβαια…, να καταφέρει να συγκινήσει κάποιον, να κάνει να σκιρτήσει κάτι μέσα του, να τον κάνει πιο ανάλαφρο. Όπως όταν βλέπουμε μια ταινία ή διαβάζουμε ένα βιβλίο που μας συγκινεί και νιώθουμε μετά σαν να πετάμε. Και βλέπουμε τότε διαφορετικά τους άλλους, με πολύ μεγαλύτερη κατανόηση, βλέπουμε με πραότητα τους ανθρώπους. Τέτοια τραγούδια θέλω να βγάλω.

Όταν αρχίζετε να δουλεύετε ένα τραγούδι, επιδιώκεται να έχει «επαφή» με την παράδοση;

Θ.Π. Α, όχι. Αφήνομαι εντελώς, ό,τι βγει, όπου πάει. Δε λέω «τώρα θα φτιάξω ένα τραγούδι σε παραδοσιακό ρυθμό». Πρώτα-πρώτα, εγώ λειτουργώ εντελώς πρωτόγονα. Δεν έχω σπουδάσει μουσική, κι αυτό το όργανο που παίζω δε βοηθά να βγάζω μελωδίες, δεν είναι πιάνο, δεν είναι κιθάρα. Ούτε έχω φωνή που να με βοηθά -ο Παπάζογλου και μόνο με τη φωνή μπορεί να βγάλει τραγούδια. Δουλεύω πρωτόγονα λοιπόν. Γι' αυτό ακούω συχνά φίλους μουσικούς που, όταν παίζουν κομμάτια μου, μου λένε: «Τι είναι αυτό τώρα, πώς το κάνει αυτό…», τους παραξενεύουν αρκετά πράγματα στα τραγούδια μου. Στο μόνο που είμαι σχετικά λόγιος είναι ο στίχος. Και εκεί κάνω προσπάθειες να τιθασεύω μερικές λόγιες εξυπνάδες που πάνε να βγουν καμιά φορά. Γιατί και στον στίχο πρότυπό μου είναι το δημοτικό τραγούδι. Αυτή η συγκλονιστική λιτότητα του δημοτικού τραγουδιού.

Συμφωνείτε η όχι με τις παρατηρήσεις που κάναμε για τον νέο δίσκο σας στο προηγούμενο τεύχος του «Διφώνου»;

Θ.Π. Ένιωσα σαν να μου είχαν κάνει ακτινογραφία! Αλλά είδα και πράγματα που δεν τα είχα συνειδητοποιήσει, όπως αυτό το δίπολο χοϊκών και αστρικών στοιχείων στα τραγούδια μου. Μέχρι που φοβήθηκα μήπως θεωρηθεί μονομανία μου! Τι να πω. Μερικές φορές κάθομαι κι εγώ εκ των υστέρων και προσπαθώ να εξηγήσω αυτά που έγραψα. Στην αρχή έλεγα μήπως είμαι βλαμμένος, τι τρέχει… Αυτό το λέει κι ο Γκίνσμπεργκ, σε μια συνέντευξη του, και όταν το διάβασα είπα: «Α, αυτό πρέπει να είναι κοινός τόπος, έτσι θα συμβαίνει». Καθένας από τους αποδέκτες ενός τραγουδιού προβάλλει δικά του πράγματα, κι όσο μεγαλύτερη δυνατότητα του αφήνεις γι' αυτό, τόσο πιο σημαντικό είναι. Γι' αυτό απεχθάνομαι τα βίντεο κλιπ. Περιορίζουν τα πράγματα. Εγώ, χωρίς να το συνειδητοποιώ, γράφω με εικόνες. Προτιμώ να περιγράφω εικόνες στα τραγούδια μου και μέσα από αυτές να αφήνω να βγει ένα οποιοδήποτε συναίσθημα, παρά να περιγράφω συναισθήματα -«σ' αγαπώ», «σε μισώ»- το θεωρώ ανιαρό πράγμα. Ένα τίποτα.

Εικόνες στα τραγούδια του Θανάση Παπακωνσταντίνου. Συναρπαστικές!

Τα πουλιά που φιλιούνται μέσα στης γης το πυρωμένο κέντρο και πέφτει λάβα απ' τα φιλιά τους, το βαθύ πηγάδι κάτω απ'το μαξιλάρι, όπου μέσα κατοικούν οι ψυχές που σ' αγαπούν, η βέρα που πετάγεται μέσα από το ψάρι και ξανασφίγγεται στο δάχτυλο, η βάρκα που έχει αντί πανιά πουκάμισα κι αντί κουπιά χέρια, η στρογγυλή τράπεζα με τους μισομεθυσμένους και μελαγχολικούς πότες, και άλλες πολλές από τα γοητευτικά και «περίεργα» τραγούδια του.

Νομίζω πως θα έπρεπε, κλείνοντας, να κάνουμε λιγάκι πιο λιανά, εκείνα τα περί «φυλαχτού της ανιδιοτέλειας» και «καιομένης βάτου» που αναφέρετε στο βιογραφικό σας σημείωμα.

Θ.Π. Ιδιοτέλεια εννοώ να μπεις στον πειρασμό να σκεφτείς πώς θα αποκτήσεις χρήματα ή φήμη από τα τραγούδια σου, να τα βιάσεις για να υπηρετήσεις τέτοιες σκοπιμότητες. Μου χρειάζεται, λοιπόν, το φυλαχτό της ανιδιοτέλειας για να μπορέσω να μείνω αυτό που είμαι. Να γράφω τα τραγούδια μου από εσωτερική ανάγκη, επειδή καίγομαι. «Να παραμείνω καιόμενη βάτος».

Περιοδικά

Εμπλουτίστε

Θεωρείτε ότι από τις Συνεντεύξεις λείπει κάποια σημαντική συνέντευξη;

Βοηθείστε στον εμπλουτισμό τους με τον ακόλουθο τρόπο:

α) Επικοινωνήστε μαζί μας με email.

β) Αναφέρετε τη συνέντευξη την οποία επιθυμείτε να συνεισφέρετε, την ημερομηνία που κυκλοφόρησε, το μέσο στο οποίο κυκλοφόρησε, και, σε περίπτωση που δε στείλετε το κείμενο της συνέντευξης, έναν ηλεκτρονικό σύνδεσμο (link) του κειμένου της συνέντευξης.

The Udjat Team Info

Η Udjat Team ευθύνεται για τη δημιουργία αυτής της ιστοσελίδας.
The Udjat Team is responsible for weaving this site.

Αν σας ενδιαφέρει η επικοινωνία μαζί μας, δοκιμάστε το παρακάτω email:
If you are interested in contacting us, please use the email address below: