Βρείτε εδώ αναφορές στα μουσικά όργανα που συναντάμε στη μουσική του Θανάση Παπακωνσταντίνου.
Τα όργανα είναι χωρισμένα αλφαβητικά και αποκτάτε πρόσβαση σε αυτά επιλέγοντας την ανάλογη καρτέλα κάθε φορά.
Ελληνικό αλφάβητο
Αφρικάνικη άρπα
Λέγεται και Κόρα ή αφρικάνικη κιθάρα. Είναι διαδεδομένη κυρίως στο Μάλι, στη Γκάμπια, Μπουργκίνα Φάσο, Γουινέα και Σενεγάλη. Έχει 21 χορδές αν και συναντάται και με 7 ή και με 25 χορδές επίσης. Το ηχείο της καλύπτεται από δέρμα αγελάδας. Παίζεται με τον δείκτη και τον αντίχειρα. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως κρουστό για να δώσει ρυθμό. Στην παράδοση η αφρικάνικη άρπα συνοδεύει τους τροβαδούρους που παίζουν, απαγγέλλουν και τραγουδούν την ιστορία μιας οικογένειας ή και μιας φυλής. Υπάρχουν διάφορα κουρδίσματα που προσδίδουν στην αφρικάνικη άρπα μια ποικιλία ήχων. Η κατασκευή αυτού του οργάνου ανατίθεται μόνο σε ειδικούς τεχνίτες καθώς απαιτείται ιδιαίτερη δεξιοτεχνία.
Θανάσης Παπακωνσταντίνου (Άστρο του πρωινού, Άτμαν)
Γιαϊλί ταμπούρ
Τοξωτός ταμπουράς με δοξάρι. Έχει στρογγυλό μεταλλικό σκάφος που καλύπτεται με μεμβράνη και μακρύ μανίκι. Έχει 3 ζεύγη χορδών και πολύ χαμηλό καβαλάρη, πράγμα ιδιαίτερα σπάνιο για όργανο που παίζεται με δοξάρι. Έχει τους μπερντέδες του ταμπουρά και του σαζ, ιδανικό για την απόδοση μικροδιαστημάτων.
Κώστας Θεοδώρου (Αποσπερίτης)
Ζαρμπ
Κρουστό σε σχήμα ποτηριού που κατάγεται από την Περσία. Είναι γνωστό και ως tombak. Κατασκευάζεται από ξύλο μουριάς ή φουντουκιάς και καλύπτεται από δέρμα κατσίκας. Χαρακτηρίζεται από τους μελωδικούς ρυθμούς του αλλά και τις σολιστικές του δυνατότητες.
Κώστας Θεοδώρου (Ο τρυγητής)
Ζίλια
Λέγονται, επίσης και τσίγκλες ή σαχανάκια και είναι μικρά μεταλλικά κύμβαλα. Αποτελούνται από δύο στρογγυλούς δίσκους, ελαφρά κοίλους, συνήθως σιδερένιους ή μπρούτζινους.
Κατερίνα Παπαδοπούλου (Οργανικό, Αγία Νοσταλγία)
Αλέξης Μπουλγουρτζής (Όταν χαράζει)
Jekie Sulkuki (Α. Μάνθος)
Ισπανικό λαούτο
Ανήκει σε μια μεγάλη οικογένεια ισπανικών εγχόρδων που έχει λίγη σχέση με το αναγεννησιακό λαούτο και το λαούτο του μπαρόκ. Έχει 6 διπλές χορδές και κουρδίζεται σε τέταρτα. Καλύπτει μια ευρεία ποικιλία ηχοχρωμάτων και χρησιμοποιήθηκε ιδιαίτερα από ισπανούς συνθέτες στην παραδοσιακή μουσική.
Μπάμπης Παπαδόπουλος (Οι τρεις ανθοί, Κάλαντα, Rua da bella vista)
Καβάλ
Είναι από τα πιο παλιά πνευστά της περιοχής των Βαλκανίων. Στην Τουρκία είναι το όργανο των βοσκών. Το καλάμι του έχει οκτώ τρύπες (εφτά μπροστά και μία πίσω) και δεν έχει ούτε γλωττίδα ούτε κάποιο άλλο πρόσθετο κομμάτι. Συνήθως αποτελείται από τρία ξεχωριστά κομμάτια που συνδέονται μεταξύ τους. Το μήκος του μπορεί να είναι από 30 έως 80 εκατοστά και η διάμετρός του περίπου 1,5. Για το παίξιμό του απαιτείται ιδιαίτερη δεξιοτεχνία. Ο ήχος του είναι ζεστός και μελαγχολικός. Παίζει σε δύο-τρεις οκτάβες περίπου. Με ειδικές τεχνικές το καβάλ μπορεί να μιμηθεί και τον ήχο του κλαρίνου.
Γιώργος Δεληγιάννης (Τρία Ρουμπαγιάτ, Νυχτέρι)
Κώστας Θεοδώρου (Άστρο του πρωινού)
Κάσα
Η γκρανκάσα (grancassa) είναι ένα μεγάλο ταμπούρο, χωρίς χορδατούρα. Χρησιμοποιείται στις μπάντες, με ή χωρίς ταμπούρα και στη συμφωνική ορχήστρα στα forte και fortissima και παίζεται συνήθως με μεγαλύτερες μπαγκέτες από αυτές του τυμπάνου.
Khakberdy (Γιορτή)
Κουδούνι
Πρόκειται για καμπανάκι με γλωσσίδι που κατασκευάζεται για συγκεκριμένο τόνο. Συνδυασμός περισσότερων κουδουνιών δίνει τη δυνατότητα να εκτελεστούν μελωδίες ή συγχορδίες σε αργό ρυθμό. Κουδούνι ή κουδούνα ονομάζεται επίσης ένα δοχείο με παραλλαγές στη μορφή και στον ήχο που έχει κατά κανόνα βουκολική προέλευση και χρησιμοποιείται στη δημοτική μουσική διαφόρων λαών. Σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας το όργανο αυτό έχει διαφορετικά ονόματα, ανάλογα και με το σχήμα του, όπως μπούκα (Νάξος), πούγγος (Κάρπαθος), ντρουγγανέλι ('Ηπειρος) κ.ά.
Κώστας Θεοδώρου (Έρημα κορμιά)
Λαούτο
Το λαούτο κατάγεται από το ούτι, απ' όπου παίρνει και τ' όνομα του (αραβικά αλ ούντ = το ξύλο). Το λαούτο που βρίσκεται στον ελλαδικό χώρο έχει τέσσερις διπλές σειρές χορδών, που κουρδίζονται στους φθόγγους λα-ρε-σολ-ντο. Το κρητικό λαούτο επειδή συνήθως συνοδεύει τη λύρα και όχι το βιολί, κουρδίζεται μια καθαρή τετάρτη πιο χαμηλά, δηλ. μι-λα-ρε-σολ. Εξαιτίας του χαμηλότερου κουρδίσματος έχει μεγαλώσει και όλο το όργανο. Το λαούτο της Μικράς Ασίας φαίνεται ότι υπήρχε πριν από το λαούτο του ελλαδικού χώρου, το οποίο εμφανίζεται στα τέλη του περασμένου αιώνα (το λαούτο που αναφέρεται στον "Ερωτόκριτο" ήταν μάλλον το ευρωπαϊκό αναγεννησιακό λαούτο, που ελάχιστες ομοιότητες είχε με το σημερινό ελληνικό λαούτο). Στην Κρήτη ειδικότερα αρχίζει να εμφανίζεται κατά το 18ο αιώνα σε σχήματα με λύρα και βιολί, κυρίως ως συνοδευτικό όργανο.
Μανόλης Πάππος (Σε κάποια τραγούδια της Αγίας Νοσταλγίας, Έρημα κορμιά)
Θανάσης Παπακωνσταντίνου (Άστρο του πρωινού, Αποσπερίτης, Οι τρεις ανθοί, Σαμπάχ)
Δημήτρης Μυστακίδης (Κάτω απ' το μαξιλάρι, Δέντρο μοναχό, Οι πότες της στρογγυλής τραπέζης)
Μαντολίνο
Όργανο ευρωπαϊκής καταγωγής, συναντάται σε όλα τα παράλια της Μεσογείου. Παίζεται σχεδόν σε όλη την Κρήτη και είναι ευρύτερα γνωστό στους κατοίκους της. Η εμφάνιση του χρονολογείται από την εποχή της Ενετοκρατίας στο νησί. Είχε μεγάλη απήχηση στους κατοίκους, χρησιμοποιούνταν με διάφορες παραλλαγές (π.χ. μαντόλα), ως όργανο συνοδείας της λύρας, του βιολιού αλλά και του λαούτου. Υπάρχουν επίσης αναφορές ότι το μαντολίνο ήταν το κατ εξοχήν "γυναικείο" μουσικό όργανο καθώς ήταν το μοναδικό που έπαιζαν οι γυναίκες του νησιού. Το μαντολίνο γεννήθηκε προς το τέλος του 17ου αιώνα. Πρόκειται για την τελειοποίηση της Mandole, ενός μεσαιωνικού οργάνου, που το όνομά του μαρτυριέται από το 1210. Από το 1600 περίπου "μαντολίνο" ονομάζεται στην Ιταλία μία μικρή mandole. Παλαιότερα το μαντολίνο ήταν μικρότερο, κομψότερο, φορτωμένο με πλούσια διακόσμηση από κόκαλο, έβενο, επιχρυσωμένη ταρταρούγα, μαργαριτάρια, κέρας και βερνίκια. Το ξύλο για την εσωτερική επένδυση ήταν συνήθως πολύ επιλεγμένης ποιότητας και στην περίπτωση των ραβδωτών πλευρών λειασμένο έτσι που αποχτούσε τη διαφάνεια και τη λεπτότητα του χαρτιού. Το μαντολίνο ζει την αναγέννησή του στις αρχές του 20ου αιώνα χάρη στις ορχήστρες μαντολίνου (μαντολινάτες) που αποτελούνται από μαντολίνα, μαντόλες και κιθάρες. Σε πολλές χώρες της Ευρώπης υπάρχουν σήμερα μαντολινάτες. Η πιο φημισμένη είναι αυτή του Παρισιού. Στην Ελλάδα η πιο παλιά μαντολινάτα ήταν η "Αθηναϊκή μαντολινάτα". Ιδρύθηκε το 1900 με κυριότερο ιδρυτή τον Ν. Λάβδα.
Μανόλης Πάππος (Σε κάποια τραγούδια της Αγίας Νοσταλγίας, Φιλί αμέθυστο, Απόψε)
Σωκράτης Μάλαμας (Κάτω απ' το μαξιλάρι)
Κώστας Θεοδώρου (Αποσπερίτης)
Μεταλλόφωνο
Όργανο από ελάσματα χάλυβα ή ελαφρών μετάλλων ίδιου πλάτους και πάχους (25mm x 8 mm), αλλά διαφορετικού μήκους, τοποθετημένα σε επίπεδο ηχείο. Το όργανο καλύπτει συνήθως 2½ με 3 οκτάβες και κατασκευάζεται σε διάφορες τονικότητες. Το κτύπημα στα ελάσματα γίνεται με μπαγκέτες μεταλλικές (οξύς ήχος) ή ξύλινες (ήπιος ήχος).
Μπάμπης Τοκανίδης (Σ' αφήνω γεια)
Δημήτρης Μπασλάμ (Κάλαντα)
Μπεντίρ
Είναι ένα τυπικό κρουστό, πολύ διαδεδομένο στη Β. Αφρική αλλά και στην περιοχή από το Μαρόκο έως το Ιράκ. Κατασκευάζεται συνήθως από δέρμα κατσίκας το οποίο τεντώνεται σ' ένα φαρδύ ξύλινο στεφάνι. Ο χαρακτηριστικός του ήχος προέρχεται από τις χορδές που διαπερνούν το σώμα του οργάνου καθώς πάλλονται από τα χτυπήματα του δέρματος.
Κατερίνα Παπαδοπούλου (Τρία Ρουμπαγιάτ)
Κώστας Θεοδώρου (Έρημα κορμιά)
Khakberdy (Η λάθος μοιρασιά, Τα λάφυρα της νύχτας)
Αλέξης Μπουλγουρτζής (Όταν χαράζει)
Jekie Sulkuki (Α. Μάνθος)
Νέι
Ανήκει στην οικογένεια των πνευστών που παίζονται πλάγια. Υπάρχουν νέι διαφόρων μεγεθών και με διαφορετικά ονόματα. Είναι ιδιαίτερα διαδεδομένο στην τουρκική και αραβική μουσική. Είναι ένας καλαμένιος σωλήνας ανοιχτός και από τα 2 άκρα με μεγάλη έκταση και πλούσιο ήχο. Το νέι είναι βαθιά εκφραστικό όργανο, ικανό να παράγει μεγάλες δυναμικές και τονικές αλλοιώσεις. Το όνομα νέι προέρχεται από την περσική ονομασία του καλαμιού και η ηλικία του φτάνει τα 5000 χρόνια. Οι παλιότεροι τύποι νέι φτάνουν ως την εποχή των πυραμίδων.
Κώστας Θεοδώρου (Φεϊρούζ)
Νταϊρέ
Κρουστό που χρησιμοποιήθηκε στην παραδοσιακή ιρανική και οθωμανική μουσική. Περιλαμβάνει πέντε ζεύγη από χάλκινα πιατίνια διαμέτρου 10 εκατοστών περίπου που βρίσκονται στο εσωτερικό των σχισμών ενός στεφανιού με διάμετρο έως και 40 εκατοστά.
Κώστας Θεοδώρου (Στη φωτιά)
Νταούλι
Η πανελλήνια ονομασία του είναι νταούλι ή ταβούλι, παβούλι, τούμπανο, τύμπανος ή τούμπανος. Είναι ένα ρυθμικό όργανο, το οποίο δεν παίζεται μόνο του, αλλά πάντα μαζί μ' ένα τουλάχιστον μελωδικό όργανο. Μαζί με το ζουρνά αποτελούν μια μικρή ορχήστρα, την ζύγια, γνωστή συνήθως στην ηπειρωτική Ελλάδα. Το νταούλι είναι ένας κύλινδρος που οι δύο του βάσεις αποτελούνται από δέρμα τεντωμένο με σκοινί. Οι διαστάσεις του διαφέρουν από περιοχή σε περιοχή και εξαρτώνται από τον νταουλιέρη. Η διάμετρος της δερμάτινης επιφάνειας του νταουλιού μπορεί να είναι από 25 εκατοστά μέχρι 1 μέτρο και η απόσταση ανάμεσα στις δύο επίπεδες επιφάνειες μπορεί να είναι από 20 μέχρι 60 εκατοστά. Για να φτιαχτεί ένα νταούλι πρέπει πρώτα να ετοιμαστεί η κυλινδρική επιφάνεια. Έτσι ετοιμάζουν πρώτα ένα ξύλινο σκελετό σε κυλινδρικό σχήμα και κατόπιν καρφώνουν πάνω σε αυτόν λεπτό ξύλο συνήθως από κόντρα πλακέ. Παλαιότερα χρησιμοποιούσαν περισσότερα κομμάτια λεπτού ξύλου το οποίο κυρτώνανε αφού πρώτα τα μούσκευαν και κατόπιν τα στραβώνανε βάζοντάς τα πρώτα σε φωτιά. Αφού ετοιμαστεί η παράπλευρη επιφάνεια ανοίγουν μια τρύπα για να ξεθυμαίνει ο αέρας όταν χτυπάμε το νταούλι αλλιώς υπάρχει κίνδυνος να σκιστεί το δέρμα. Το δέρμα που χρησιμοποιείται για τις παράπλευρες επιφάνειες είναι συνήθως δέρμα τράγου, γίδας και σπάνια προβάτου. Το δέρμα του νταουλιού είναι χωρίς τρίχωμα και η αφαίρεση του τριχώματος γίνεται αφού αφήσουν το δέρμα για 3 μέχρι 5 ημέρες μέσα σε ασβεστόνερο. Κατόπιν το ξύνουν με γυαλί και το λεπταίνουν παράλληλα όσο θέλουν. Στην συνέχεια το τεντώνουν και το εφαρμόζουν σε ξύλινο στεφάνι το οποίο είναι λίγο μεγαλύτερο από την βάση του κυλίνδρου που είναι ήδη έτοιμο. Αφού εφαρμόσουν τα δύο δέρματα στις δύο βάσεις του κυλίνδρου ανοίγουν τρύπες γύρω-γύρω στην περιφέρεια του δέρματος σε ίσες αποστάσεις και περνούν ένα σκοινί ενώνοντας τις τρύπες του ενός δέρματος με το άλλο, ύστερα το σφίγγουν για να τεντώσει το δέρμα. Το νταούλι παίζεται με δύο ξύλα, ένα στο κάθε χέρι. Στο δεξί χέρι είναι ο κόπανος και στο αριστερό μια λεπτή βεργούλα η βίτσα. Συνήθως ο κατασκευαστής φροντίζει το ένα δέρμα να είναι πιο χοντρό πιο δυνατό γιατί από εκεί θα χτυπάει ο κόπανος και ο ήχος είναι πιο βαθύς ενώ το δέρμα που χτυπάει η βίτσα δεν χρειάζεται να είναι χοντρό γιατί ο ήχος της είναι πιο ψιλός. Ο κόπανος χτυπάει τους ισχυρούς χρόνους ενώ η βίτσα τους ασθενείς.
Κώστας Θεοδώρου (Οι πότες της στρογγυλής τραπέζης, Ο τρυγητής, Έρημα κορμιά)
Βαγγέλης Καρίπης (Μιλώ για σένα)
Αλέξης Μπουλγουρτζής (Παλιά πληγή, Οι γριές)
Νταρμπούκα
Είναι το παραδοσιακό τουμπελέκι της Ανατολής. Κατασκευάζεται από δέρμα κατσίκας που στερεώνεται σε διπλό στεφάνι (20,25 ή 30 cm) ώστε να ελέγχεται το τέντωμά του. Το ηχείο είναι συνήθως χάλκινο και σπανιότερα από αλουμίνιο.
Κώστας Θεοδώρου (Στη φωτιά)
Τάκης Μπάρμπας (Σώμα που χορεύεις)
Αλέξης Μπουλγουρτζής (Οι τρεις ανθοί)
Ντουντούκ
Ανήκει στην οικογένεια των βαρύαυλων και το συναντάμε κυρίως στην Αρμενία. Το καλάμι του κατασκευάζεται από ξύλο βερικοκιάς ή μουριάς και έχει οκτώ τρύπες. Η διπλή γλωττίδα του στηρίζεται στην άκρη του καλαμιού. Η γλωττίδα αυτή έχει ένα δαχτυλίδι που επιτρέπει το παίξιμο καθώς και ένα πώμα για να κλείνει και να διατηρεί το σχήμα της όταν δεν παίζεται. Το μέγεθος του καλαμιού ποικίλλει από 25 μέχρι 40 πόντους. Ο ήχος του είναι βαρύς και ζεστός και θυμίζει το κλαρίνο ενώ η τονικότητα του είναι περιορισμένη καθώς φτάνει σε μία οκτάβα.
Tigran Sarkissian (A. Μάνθος)
Όμποε
Όμποε ονομάζονταν καταρχήν όλα τα ξύλινα πνευστά όργανα με διπλό γλωσσίδι, τα οποία είναι με το ένα ή το άλλο όνομα πολύ διαδεδομένα σε όλους τους λαούς. Κατασκευάστηκε και χρησιμοποιήθηκε σε γαλλικές ορχήστρες περί το 1660 και λίγα χρόνια μετά στην Αγγλία. Μετά το 1700 χρησιμοποιείται σ' όλη την Ευρώπη. Στη σύγχρονη εκδοχή του το όργανο αυτό έχει ένα μήκος περί τα 59 cm και είναι λυόμενο σε τρία κομμάτια, το άνω τμήμα με την κεφαλή, το κάτω τμήμα και την καμπάνα. Στην κεφαλή τοποθετείται το διπλό γλωσσίδι, το οποίο από μόνο του βγάζει ένα τσιριχτό ήχο. Ο χαρακτηριστικός ήχος του οργάνου δημιουργείται με τη διέγερση του ηχητικού σωλήνα του. Το όμποε έχει ένα λεπτό, διαυγή, εκφραστικό και ευέλικτο ήχο που περιέχει υψηλές αρμονικές, με κάπως ένρινο και μάλλον παραπονιάρικο τόνο. Μερικές φορές ακούγεται όμως με θριαμβευτικό στακάτο, παιχνιδιάρικα ή και νοσταλγικά. Κατασκευάζεται από σκληρό ξύλο, έβενο ή και από πλαστικό, με στενή κωνική διάτρηση και μία καμπάνα που διευρύνεται ελαφρά. Επάνω του είναι εγκαταστημένο ένα πολύπλοκο σύστημα από τάπες και μοχλούς. Το σημερινό όμποε έχει 18 κλειδιά και 4 οπές ακάλυπτες ή καλυμμένες. Για τους ομποΐστες αποτελεί περίπου ιεροτελεστία η επεξεργασία του καλαμιού για να κατασκευαστεί το διπλό γλωσσίδι του οργάνου τους. Στις χώρες της Βαλκανικής και της Μέσης Ανατολής όργανο αντίστοιχο του όμποε είναι ο ζουρνάς (πίπιζα, καραμούζα) που καλύπτει όμως περιορισμένη έκταση ήχων.
Θανάσης Κυρτζίδης (Άστρο του πρωινού, Νυχτέρι)
Ούτι
Ανήκει στην οικογένεια των λαούτων. Το ούτι έχει συνήθως 4-6 χορδές. Στην αραβική μουσική όμως έχει 11 (5 διπλές + 1). Είναι πρόγονος των δυτικών λαούτων και μπήκε στην Ευρώπη μέσω των αραβικών βασιλείων της Ισπανίας τον 13ο αιώνα. Το μάνικό του είναι άταστο και χωρίζεται σε 24 ζώνες που αντιπροσωπεύουν μία νότα. Παίζεται με πένα (στην αρχή ήταν ξύλινη, αργότερα αντικαταστάθηκε από φτερό ή κέρατο βούβαλου). Είναι το βασικό όργανο της αραβικής μουσικής και είναι ιδανικό για να συνοδεύσει μια μελωδία ή μια φωνή.
Μανόλης Πάππος (Σε κάποια τραγούδια της Αγίας Νοσταλγίας, Μιλώ για σένα)
Ρεκ
Αραβικό κρουστό, αποτελούμενο από ένα ξύλινο πλαίσιο, συνήθως διακοσμημένο με σχέδια και με ζίλια, πάνω στο οποίο είναι προσαρμοσμένο ένα δέρμα συνήθως από πρόβατο. Τελευταία, για περισσότερη αντοχή κατασκευάζεται από χυτό αλουμίνιο. Παίζεται αποκλειστικά με τα χέρια.
Khakberdy (Γιορτή, Αλεξάντρα)
Σαζ
Ανήκει στην οικογένεια των μακρυμάνικων λαούτων (όπως το μπουζούκι, το ταρ, το σιτάρ κ.α). Η λέξη saz στα περσικά σημαίνει μουσικό όργανο. Υπάρχουν σαζ διαφόρων μεγεθών, με 3-9 χορδές ανάλογα με το μέγεθός τους. Είναι ιδανικό για την απόδοση μικροδιαστημάτων που δεν υπάρχουν στη δυτική μουσική.
Μανόλης Πάππος (Στη φωτιά)
Σπινέτο
Μικρός τύπος τσέμπαλου, με μια ομάδα χορδών και ένα πληκτρολόγιο στο οποίο οι χορδές εκτείνονται παράλληλα με το πληκτρολόγιο.
Τάκης Φαράζης (Η παραβολή του ασώτου)
Τάμπλα
Το ιερό όργανο της Ινδίας. Ζευγάρι κρουστών, καθένα από το οποίο έχει ένα μόνο άνοιγμα, καλυπτόμενο από δέρμα. Το ένα είναι πιο μικρό και ξύλινο και ονομάζεται τάμπλα, το άλλο δε είναι πιο μεγάλο μεταλλικό και ονομάζεται μπάγια. Επάνω από τα δέρματα τοποθετείται μια μικρή, στρογγυλή μαύρη κηλίδα, που λέγεται σαγιέ, η οποία συντελεί στο κούρδισμα του οργάνου σε μια συγκεκριμένη τονικότητα. Αρχικά η τοποθέτηση της πλάκας αυτής είχε τη μορφή θρησκευτικής προσφοράς και τα υλικά που χρησιμοποιούνταν ήταν σκόνη από ρύζι ή άλλα τρόφιμα. Σήμερα η μαύρη κηλίδα κατασκευάζεται από μείγμα ρινισμάτων σιδήρου και ζύμη σιτηρών αφού δε αποξηρανθεί λειαίνεται με μια στρογγυλή πέτρα. Η εκμάθηση της τεχνικής αυτού του οργάνου είναι πολύ πιο δύσκολη από των άλλων κρουστών.
Khakberdy (Aποχαιρετισμός)
Ταμπουράς
Είναι έγχορδο μουσικό όργανο γνωστό από τα χρόνια των Ακριτών. Ο ταμπουράς αναφέρεται στα ακριτικά τραγούδια. Αν λάβουμε υπόψη ότι ο χρόνος δημιουργίας των ακριτικών τραγουδιών είναι από το 800-1300 μ.Χ.. τότε πιθανόν ο ταμπουράς να ήταν γνωστός και πριν το 800 μ.Χ. Ο ταμπουράς είναι συνήθως τρίχορδος με μικρό αχλαδόσχημο ηχείο και λεπτό μακρύ χέρι (μάνικο, κοτσάνι, ουρά).
Μανόλης Πάππος (Έρημα κορμιά)
Ταρ
Είναι παραδοσιακό όργανο της Ανατολής (Τουρκία, Γεωργία, Ουζμπεκιστάν, Τουρκμενιστάν). Αποτελείται από δύο άνισα κοιλώματα-ηχεία πάνω στα οποία στερεώνεται μια μεμβράνη από καρδιά βοδιού ή βούβαλου. Το μάνικο είναι από σκληρό ξύλο και χωρίζεται με νάιλον σε τάστα. Έχει δύο σετ από χορδές. Οι πρώτες (τρία σετ από δύο χορδές) χρησιμεύουν για τις μελωδίες και οι άλλες είναι έτσι κουρδισμένες ώστε να εμπλουτίζουν την τονικότητα.
Atabai (Στυλίτης, Τα λάφυρα της νύχτας)
Τουμπελέκι
Είναι ένα ρυθμικό όργανο και έχει πήλινο σκελετό σε σχήμα στάμνας με αρκετά ανοικτό επιστόμιο όπου εφαρμόζουν το δέρμα το οποίο στερεώνουν με διάφορους τρόπους. Το πίσω μέρος του σκελετού είναι ανοικτό για να ακούγεται ο ήχος. Το τουμπελέκι παίζεται με δύο χέρια κρατιέται κάτω από την αριστερή μασχάλη ή κρέμεται από τον αριστερό ώμο. Το δεξί χέρι χτυπά τους ισχυρούς χρόνους και με το αριστερό τους αδύνατους. Το δεξί χτυπά συνήθως στο κέντρο του δέρματος όπου έχουμε πιο βαθύ ήχο ενώ το αριστερό στην άκρη κοντά στο χείλος όπου ο ήχος είναι πιο οξύς και πιο μικρής διάρκειας. Το τουμπελέκι συνοδεύει σχεδόν πάντα και άλλα όργανα συνήθως όμως την γκάιντα. Τα σημερινά τουμπελέκια κατασκευάζονται με μεταλλικό ηχείο πράγμα που τα κάνει πολύ πιο εύχρηστα γιατί δεν έχουν κίνδυνο να σπάσουν όπως τα πήλινα.
Αλέξης Μπουλγουρτζής (Ανδρομέδα, Πλάνα ξενιτιά, Δέντρο μοναχό, Η τράτα)
Khakberdy (Γιορτή, Βάλε κρασί, Στυλίτης, Αρματωλό, Αλεξάντρα, Αποχαιρετισμός, Όποιος αγάπησε δεν ξέρει να το πει)
Μανόλης Πάππος (Έρημα κορμιά)
Αγγλικό αλφάβητο
Djembe
Ξύλινο κρουστό σε σχήμα δισκοπότηρου που καλύπτεται από δέρμα κατσίκας το οποίο τεντώνεται από ένα σύνολο χορδών. Κατάγεται από την Αφρική (Σενεγάλη). Παίζεται σε όρθια στάση και συγκρατείται από έναν ιμάντα. Είναι ίσως το πιο γνωστό και το πιο βαρύ από τα κρουστά του είδους του.
Αλέξης Μπουλγουρτζής (Όταν χαράζει, Οι γριές)
Jekie Sulkuki (Α. Μάνθος)
Κώστας Θεοδώρου (Σαμπάχ)
Feng-gong
To γκονγκ (gong) είναι ένα μεταλλικό όργανο με διαφορετικές μορφές, από σχεδόν επίπεδος δίσκος, μέχρι βαθύ δοχείο. Σε αντίθεση με τα κύμβαλα, στο γκονγκ παράγεται ο ήχος στο κέντρο του δίσκου. Αλλά, όπως στα κύμβαλα, ο ήχος του γκονγκ συνδυάζεται συνήθως με κτυπήματα των τυμπάνων. Το gong δεσπόζει στη μουσική της νοτιοανατολικής Ασίας, κυρίως της Ινδονησίας, όπου τα συγκροτήματα κρουστών gamelan (Java, Bali) έχουν επινοήσει ήδη από το 2ο-3ο π.Χ. αιώνα την εκτέλεση μουσικής σε μεγάλες ομάδες -από τις ελάχιστες περιπτώσεις εκτός Δυτικής Ευρώπης- σε συνδυασμό με χορό και θεατρική δράση. Το φενγκ-γκονγκ είναι γκονγκ με πλούσιο ήχο και πολλές αρμονικές ιδανικό για τη δημιουργία ηχητικών εφέ.
Μπάμπης Τοκανίδης (Ενύπνιο)
Oceandrum
Είναι ξύλινο κρουστό, περίπου 40cm, καλυμμένο από διπλό δέρμα κατσίκας που περιέχει μεταλλικές μπίλιες. Κρατώντας το οριζόντια και κουνώντας το ελαφρά ακούγεται ένας ήχος παρόμοιος με το βουητό της θάλασσας.
Μπάμπης Τοκανίδης (Liquid)
Theremin
Ανακαλύφθηκε το 1919 από το Ρώσο φυσικό Leo Termen (ο οποίος άλλαξε αργότερα το όνομά του σε Leon Theremin). Εκτός του ότι δε μοιάζει με κανένα άλλο όργανο, το theremin παίζεται χωρίς να το ακουμπά κανείς. Το όργανο αυτό έχει δύο κεραίες, η μία ελέγχει το κούρδισμα και η άλλη την ένταση. Μόλις το χέρι πλησιάζει στην κάθετη κεραία, το κούρδισμα αλλάζει. Πλησιάζοντας την οριζόντια κεραία, η ένταση χαμηλώνει. Επειδή ακριβώς δεν υπάρχει καμία σωματική επαφή με το όργανο αυτό, απαιτείται ιδιαίτερη δεξιοτεχνία στο παίξιμό του.
Γεώργιος Μπαντούκ (Αγία Νοσταλγία, Αγρύπνια)
Vibraphone
Είναι κρουστό που μοιάζει με το ξυλόφωνο αλλά έχει μεταλλικά πλήκτρα και παράγει βιμπράτο. Κάτω από τα πλήκτρα υπάρχει κατακόρυφα ένας σωλήνας συντονισμού. Στο πάνω μέρος του σωλήνα υπάρχει ο ταλαντωτής που αποτελείται από τάπες, οι οποίες περιστρέφονται πάνω σε ένα κοινό άξονα. Με αυτή την περιστροφή του άξονα που γίνεται με ηλεκτρικό κινητήρα, ανοίγει και κλείνει περιοδικά ο σωλήνας συντονισμού. Ο παραγόμενος ήχος είναι παλμοειδής, μαλακός και μετέωρος. Ο χειριστής μπορεί να ρυθμίσει την ταχύτητα περιστροφής (0-12 στροφές ανά δευτερολ.). Για την απόσβεση της αντηχήσεως υπάρχει ειδικό πεντάλ. Θεωρείται απόγονος του αφρικάνικου ξυλόφωνου και παραδοσιακών οργάνων από τη Γουατεμάλα, το Μεξικό, το Μπαλί και την Ιάβα. Ανακαλύφθηκε γύρω στα 1920 στην Αμερική και χρησιμοποιήθηκε ιδιαίτερα στην τζαζ.
Μπάμπης Τοκανίδης (Αγρύπνια, Ενύπνιο)
Ευχαριστούμε τον Χρήστο Α. και την Ειρήνη Μ.
για την πολύτιμη βοήθειά τους