Συνέντευξη στο περιοδικό "Ε"
Σπάνια δίνει συνεντεύξεις, σπάνια φωτογραφίζεται, σπάνια κατεβαίνει στην Αθήνα. Σήμερα, ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου ρίσκαρε και τα τρία. Κι ακόμα ένα: μια εξομολόγηση: «Μου τη σπάει να με εντάσσουν στο χώρο του έντεχνου. Εγώ ανήκω στο χώρο του… άτεχνου»! δηλώνει.
Συνέντευξη: Γ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΠΟΥΛΟΣ
φωτ.: ΠΕΠΗ ΛΟΥΛΑΚΑΚΗ
«Οι μουσικοί μου
ΜΕ ΚΑΝΟΥΝ
τζάμπα μάγκα»
Συνεντεύξεις δύσκολα δίνει. «Καμιά φορά, έτσι για να ξεχαρμανιάσω», όπως λέει. Ακόμα δυσκολότερα φωτογραφίζεται. Και σίγουρα δεν θα τον συναντήσεις ανάμεσα στα πρόσωπα που προβάλλουν τα τηλεοπτικά κανάλια. Ούτε βιντεοκλίπ για κάποιο από τα τραγούδια του δεν έχει κάνει ακόμα. Ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου έχει το χάρισμα να ιχνηλατεί θαμμένα απ' το χρόνο μονοπάτια ταξιδεύοντας ως τις πιο μακρινές περιοχές των ονείρων και να μας φέρνει πίσω τραγούδια. Τα υλικά τους αγνά, πανάκριβα. Καταθέσεις ψυχής που του έχουν χαρίσει πιστούς φίλους.
Ζει στη Λάρισα και από κει «μας στέλνει τραγουδάκια», όπως τουλάχιστον τραγουδούσε πριν από χρόνια. Τώρα, όμως, και μόλις κυκλοφόρησε η -Αγρύπνια, ο έκτος -από το 1993 που ξεκίνησε στη δισκογραφία- δίσκος του, ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου ετοιμάζεται να κατέβει στην Αθήνα. Και πάλι, όμως, όχι για πολύ. Θα εμφανιστεί μόνο μαζί με τον Σωκράτη Μάλαμα και τη Μελίνα Κανά στο φεστιβάλ WOMAD στις 14 του μηνός. Στην ίδια σκηνή με τον Ντέιβιντ Μπερν.
«Είσαι λοιπόν στην Αθήνα;» ρώτησα μόλις απάντησε το κινητό του τηλέφωνο. «Ναι, ήρθε ο βλάχος», γέλασε απ' την άλλη άκρη της γραμμής. Η συνάντησή μας έμελλε να οδηγήσει σε μια απ' τις ελάχιστες συνεντεύξεις που έχει δώσει και σ' ένα ταξίδι από την Αθήνα στη Λάρισα, τα χωριά του Κίσαβου, μέχρι τη Θεσσαλονίκη.
«Στην Αθήνα», λέει, «οι άνθρωποι όλο και πιο συχνά φοράνε προσωπείο και συμπεριφέρονται σαν να είναι κάποιοι άλλοι. Αυτό σε πρώτη φάση φαίνεται να είναι εύκολο, αλλά τελικά δεν είναι, γιατί αν μπεις σ' αυτά τα λούκια θα πρέπει να τροφοδοτείς το "τέρας" συνεχώς με ψεύδη και καμώματα. Και αυτό το δήθεν δεν περνάει μέσα στη μουσική; Δεν φαίνεται; Όποιος έχει κάποιες ευαισθησίες, το καταλαβαίνει αμέσως. Ενώ, αν το πάρεις απόφαση ότι θα είσαι αυτός που είσαι, θα τραβήξεις κάποια ζόρια στην αρχή αλλά μετά θα είναι ξεκάθαρα τα πράγματα».
Πολιτικός μηχανικός σπούδασε, είχε όμως από μικρός το ψώνιο να φτιάχνει τραγούδια. «Χτες, κατά σύμπτωση» -λέει ο Θανάσης- «έκανα στα παιδιά μου ιστορία για τις εξετάσεις τους. Μιλούσαμε για τον καθολικό άνθρωπο της αναγέννησης που μπορούσε να είναι μαθηματικός, ποιητής, ζωγράφος, ν' ασχολείται με πολλά. Δεν υπήρχε αντίφαση ανάμεσα στην τέχνη του και σε άλλες δραστηριότητες, όπως στη σημερινή κοινωνία του εξειδικευμένου ανθρώπου, που για ν' αλλάξει κάποιος μια λάμπα στο σπίτι του χρειάζεται ηλεκτρολόγο. Έτσι, το ότι σπούδασα μου άνοιξε τα μυαλά και με βοήθησε στη συγκρότηση σ' αυτό που θέλω να κάνω. Χειρίζομαι δηλαδή πιο εύκολα τα "περιφερειακά" της δημιουργίας. Μπορώ, ας πούμε, και κρατάω τα λογιστικά βιβλία».
Στην αρχή έγραψε στίχους, αργότερα και τραγούδια. Προσπαθώντας να βρει ερμηνευτές πλησιάζει, μέσα της δεκαετίας του '80, την Ελευθερία Αρβανιτάκη, τότε τραγουδούσε με την Οπισθοδρομική Κομπανία. Της άρεσαν κάνα δυο. «Από τότε», λέει ο Παπακωνσταντίνου, «δεν ήθελα να δίνω ξεκομμένα κομμάτια, δεν θέλω να υποστηρίξω το μοντέλο του τραγουδιστή ή της τραγουδίστριας που έχει δίπλα του τους δημιουργούς πλανήτες να περιφέρονται και να παίρνει πότε ένα κομμάτι από δω, πότε από κει. Θεωρώ ότι αυτό δεν είναι τέχνη, απλώς εξυπηρετεί τις εταιρείες, γιατί ο τραγουδιστής ή η τραγουδίστρια είναι πολύ πιο εύκολο να κινηθεί ως μαριονέτα, να τον τρέχουν στα ραδιόφωνα, στις τηλεοράσεις ή στα περιοδικά και να βγάλουν απ' αυτόν όσο περισσότερα γίνεται. Ενώ σ' ένα δημιουργό πιο δύσκολα μπορούν να το κάνουν αυτό. Αν δεν το θέλει ο ίδιος, δεν γίνεται».
Αυτή του η στάση τον οδήγησε στο να φτιάξει τραγούδια, λες χειροποίητα, αληθινά, που μοιράζεται με φίλους εκλεκτούς, ανάμεσά τους η Μελίνα Κανά, ο Σωκράτης Μάλαμας, ο Νίκος Παπάζογλου, ο Γιάννης Αγγελάκας ή ο Μπάμπης Παπαδόπουλος… Προσθέτει ήχους απ' τον κάμπο, βάζει τη γιαγιά του, τα παιδιά του ή τον πεθερό του να τραγουδάνε δημιουργώντας ένα μείγμα εκρηκτικό. «Μ' αρέσει το παιχνίδι και η έκπληξη», λέει. «Τη μουσική τη βλέπω και σαν ένα παιχνίδι, σαν έναν τρόπο να περάσω καλά και μέσα στο παιχνίδι αυτό είναι και η έκπληξη. Θέλω δηλαδή να εκπλήσσομαι κι εγώ ο ίδιος. Ίσως αυτό να μ' οδηγεί να κάνω πράγματα κάθε φορά διαφορετικά. Αύριο μπορεί να καθίσω με κάποιους φίλους σ' ένα σπίτι και να κάνουμε εκεί μια ηχογράφηση ανάμεσα στα ποτά και τα φαγητά και αυτό να είναι μια κυκλοφορία ενός δίσκου».
-Νιώθεις πως ο κόσμος σήμερα διασκεδάζει;
«Οι άνθρωποι θέλουν να διασκεδάζουν. Εξουθενωμένοι από την προσπάθεια της επιβίωσης και από την πλήξη, ψάχνουν απεγνωσμένα στη φτηνή διασκέδαση την ανακούφιση. Τις νύχτες στα μαγαζιά τσιφτετελούδες γόησσες και ζεϊμπέκηδες του κώλου πετάγονται πάνω απ' το πρώτο τραγούδι. Διακρίνω την αγωνία να "περνάνε καλά". Όμως, έχω την αίσθηση ότι στο τέλος φεύγουν πιο άδειοι απ' ό,τι πήγαν. Η τέχνη για να σε λυτρώσει θέλει συμμετοχή. Ένα πραγματικό έργο τέχνης δεν πρέπει να σε κάνει να ξεχνάς, αλλά να θυμάσαι. Έστω και τη μιζέρια που βιώνεις, έτσι ώστε να μπορεί να σ' οδηγήσει να την ανατρέψεις, και όχι να την ξεχάσεις, να την καταπίνεις συνέχεια, να παραμένεις στα ίδια. Η τέχνη δεν πρέπει να επουλώνει πληγές. Πρέπει να τις βαθαίνει περισσότερο. Να ρίχνει τσεκουριά στο μέτωπο. Να μας αλλάζει τη ζωή».
-Έχω ακούσει πολλούς όταν, π.χ., ακούν τραγούδια δικά σου ή του Μάλαμα ν' αντιδρούν ως εξής: «Έλα, μωρέ, αυτά είναι για να κόβεις φλέβες».
«Και ο Ταχυδρόμος, η ταινία, θα μπορούσες να πεις ότι ήταν ψυχοπλακωτική, αλλά δεν ήταν. Εγώ, όταν βγήκα, ήμουν μισό μέτρο πάνω απ' το έδαφος. Πετούσα, πίστευα ότι ήμουν καλύτερος σαν άνθρωπος και ότι τα πράγματα θα πάνε καλά. Δεν είναι δηλαδή η ευκολία αυτή που θα μας σώσει. Εγώ έχω πάψει να ψάχνω τη διασκέδαση, δεν με αφορά. Θέλω να συγκινηθώ βαθιά, να ταρακουνηθώ συθέμελα. Είναι δύσκολο. Το ψάχνω απεγνωσμένα στις μουσικές, στον κινηματογράφο, στα βιβλία. Ειδικά στις μουσικές».
Λάρισα. Φθάνουμε μεσάνυχτα Κυριακής. Πολλά μαγαζιά δεν έχουν κλείσει ακόμα. Οι πλατείες, γεμάτες κόσμο. «Στον κάμπο το θεσσαλικό βουλιάζουν οι αισθήσεις, κι ο ήλιος κατακούτελα χτυπάει αν τον αφήσεις» τραγουδάει κάπου σ' ένα τραγούδι του ο Θανάσης.
«Νιώθω περισσότερο οικεία στο βουνό», λέει.
-Πολλοί παραξενεύονται γιατί δεν βγαίνεις στην τηλεόραση.
«Γιατί να βγω, τη στιγμή που είμαι ιδεολογικά αντίθετος; Εξάλλου δεν πιστεύω πως ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Και η τηλεόραση είναι ένα μέσον που στρεβλώνει οποιεσδήποτε αγαθές προθέσεις. Δημιουργεί ψεύτικους κόσμους, μας καθυποτάσσει, μας κάνει άβουλους καταναλωτές, μας οδηγεί ως πρόβατα επί σφαγήν. Μας εθίζει στον πόνο. Η τηλεόραση είναι ο μεγεθυντικός φακός της ματαιοδοξίας».
-Στην Αγρύπνια, κυρίαρχος είναι ο Πεσόα, μια μορφή της πορτογαλικής λογοτεχνίας, το άκρο αντίθετο της ματαιοδοξίας που περιγράφεις. Υπάρχουν, πιστεύεις, πολλοί Πεσόα γύρω μας; Άνθρωποι που καταθέτουν ευαισθησίες αρνούμενοι να μπουν στο παιχνίδι του μάρκετινγκ;
«Νομίζω, ελάχιστοι. Ο Πεσόα είναι το άκρον άωτο του δημιουργού που ελόγχισε το δράκο της ματαιοδοξίας. Κάνουμε μισό τραγουδάκι και βγαίνουμε δεξιά κι αριστερά και το διαλαλούμε φουσκώνοντας σαν παγόνια. Κι αυτός ο άνθρωπος είχε φτιάξει όλη την πορτογαλική λογοτεχνία και το ανακάλυψαν όταν μετά το θάνατό του βρήκαν στα μπαούλα του ότι είχε πάνω από 70 ετερώνυμα. Όχι απλώς ψευδώνυμα. Έγραφε με διαφορετικό τρόπο ανάλογα με το όνομα. Και πέρασε σχεδόν απαρατήρητος, γιατί σαν Πεσόα έκανε λίγα πράγματα. Αυτό θεωρώ πως απαιτεί μεγάλη γενναιότητα. Γι' αυτό σου απαντώ ότι δεν πρέπει να υπάρχουν πολλοί ή, αν υπάρχουν, δεν τους ξέρουμε ακριβώς γιατί λειτουργούν σαν Πεσόα».
-Η ντοπιολαλιά που δεν υπάρχει πια στη μεγάλη πόλη, τα ιδιώματα, οι ιστορίες, οι ήχοι του κάθε τόπου, έχουν ελπίδα στο παγκοσμιοποιημένο μέλλον που προωθείται;
«Όσο οι άνθρωποι προσπαθούν να είναι ο εαυτός τους, και όχι να προβάλλουν μια εικόνα επιτηδευμένη, υπάρχει ελπίδα. Μου έρχονται στο μυαλό ήρωες από ταινίες του Τζάρμους, όπως ο πρωταγωνιστής του Σαμουράι που ο καλύτερός του φίλος ήταν ένας παγωτατζής που μιλούσε γαλλικά, αυτός μιλούσε αμερικάνικα, ο καθένας είχε τα δικά του στοιχεία, δεν ήξερε ο ένας τη γλώσσα του άλλου, και ήταν οι καλύτεροι φίλοι, ένιωθε ο ένας τον άλλο πολύ περισσότερο από ανθρώπους που μπορούν να μιλήσουν την ίδια γλώσσα. Δηλαδή μπορούμε μέσα από τις ιδιαιτερότητές μας να επικοινωνούμε ίσως και καλύτερα. Τώρα δεν ξέρω αν θα ισοπεδωθούν όλα. Πάντα όταν υπάρχει δράση υπάρχει συνήθως και αντίδραση. Οι άνθρωποι να στραφούν ίσως περισσότερο στα τοπικά ιδιώματα».
Καθώς ανηφορίζουμε από την Αγιά προς τον Κίσαβο, μιλάμε για τις επιρροές του, τα «υποχθόνια» ακούσματα της παιδικής ηλικίας, ιστορίες για το ληστή Γκαντάρα, τους γονείς του να τραγουδάνε, κάτι που κάνουν και σήμερα. «Γλεντάνε μ' αυτά που γλεντούσαν και παλιότερα, κι αυτό μου δείχνει ότι το αυτί δεν τουμπάρεται εύκολα. Αντίθετα, το μάτι είναι ο μπουνταλάς της υπόθεσης», λέει ο Θανάσης σχολιάζοντας τη δύναμη της τηλεοπτικής εικόνας. Μιλάμε ακόμα για τους σταθμούς στα βραχέα του ραδιοφώνου που έψαχνε μικρός, τους πρώτους του δίσκους, τα τραγούδια του Καλδάρα, του Καζαντζίδη, του Σαββόπουλου, της Φαραντούρη, τον Τομ Γουέιτς, τον Λέοναρντ Κοέν, τα όργανα που κατασκεύαζε ο ίδιος παλιότερα, τώρα έχει μόνο έναν μπαγλαμά, την κατασκευής Ισίδωρου Παπαδάμου «μπουζουκομάνα» του, τη μέθεξη των ζωντανών ηχογραφήσεων, την αγάπη προς τα πάντα που μπορεί να μας λυτρώσουν, τους ποιητές που κάθε τόσο μας συστήνει μέσα απ' τα τραγούδια του, από τον Ομάρ Καγιάμ ως τον Τριστάν Κορμπιέ, για τη μουσική και τις κατηγοριοποιήσεις της.
«Δεν έχω γνώσεις μουσικής ιδιαίτερες», λέει, «και όταν με εντάσσουν στο χώρο του έντεχνου μου τη σπάει. Εγώ άνετα μπορώ να ενταχθώ στο χώρο του άτεχνου». Τον ρωτώ πως του φαίνονται όλοι εκείνοι που δηλώνουν, σε κάθε ευκαιρία, "ροκ".
«Οι άνθρωποι που είναι ροκ δεν μιλάνε γι' αυτό, όπως οι άνθρωποι που πιστεύουν βαθιά στο θεό δεν μιλάνε για το θεό», λέει.
-Πώς βλέπεις ως παρατηρητής τα τραγούδια σου;
«Θα ξεχωρίσω τη μουσική από το στίχο. Η μουσική, πηγάζοντας αποκλειστικά από το συναίσθημα, δεν μου αφήνει περιθώρια να λειτουργήσω ως παρατηρητής. Για τους στίχους, όπου παρεμβαίνει και το λογικό, θα μπορούσα να πω κάποια πράγματα, κοιτάζοντας τους εκ των υστέρων. Βλέπω λοιπόν ότι κυρίως με απασχολούν καταστάσεις της ύπαρξης άφυλες. Δεν γράφω για αρσενικά ούτε για θηλυκά. Ακόμα και για τον έρωτα σπανίως γράφω».
Ανεβαίνουμε την εθνική προς τη Θεσσαλονίκη. Το πρόγραμμα περιλαμβάνει πρόβα στο στούντιο ενόψει WOMAD. Τον περιμένουν οι μουσικοί του τελευταίου του δίσκου, που έχει ενορχηστρώσει ο Μπάμπης Παπαδόπουλος, κιθαρίστας από τις Τρύπες.
«Από την αρχή», λέει ο Θανάσης, «βάλαμε στόχο να κάνουμε κάτι που να έχει λόγο ύπαρξης. Όσο περνάνε οι μέρες, τόσο πιο πολύ διαπιστώνω ότι είμαι τυχερός που βρήκα αυτούς τους ευρηματικούς και παιχνιδιάρηδες μουσικούς, που -εν ολίγοις- με κάνουν τζάμπα μάγκα».