Συνέντευξη στην εφημερίδα "Ελευθερία"
Ο Λαρισαίος εργολάβος, που είναι
(όπως ισχυρίζεται) ερασιτέχνης μουσικός
Συζήτηση-αναζήτηση με τον δημιουργό της «Αγίας Νοσταλγίας»
Το να κυκλοφορήσει δίσκος με τραγούδια δημιουργού που ζει και εργάζεται στη Λάρισα και μάλιστα από γνωστή αθηναϊκή εταιρία (LYRA) δεν είναι από τα γεγονότα που συμβαίνουν καθημερινά.
Αν αυτός ο άνθρωπος που γράφει στίχους, συνθέτει μουσική, παίζει όργανα και τραγουδά έχει ήδη διαγράψει -πριν κλείσει τα 35 του- μια πορεία στον χώρο της μουσικής, παραμένοντας ερασιτέχνης με… επαγγελματική συνέπεια τότε η υπόθεση γίνεται ακόμα πιο ενδιαφέρουσα.
Βρήκαμε τον Θανάση Παπακωνσταντiνου (περί ου ο λόγος) στο σπίτι του στη Λάρισα την επόμενη της παρουσίασης του δίσκου -με τον εκπληκτικό τίτλο «Αγία Νοσταλγία»- παρουσίαση που έγινε με συνοδεία φίλων του μουσικών στον «Νικόδημο» και τον βάλαμε να μας διηγηθεί για τη ζωή του, την πορεία του, να μας μιλήσει για την μουσική, τις απόψεις του για το τραγούδι, τα σχέδιά του…
Από την ανοιχτή έως φιλική συζήτηση έμεινε μια αίσθηση ενός ανθρώπου με υψηλή καλλιέργεια, με βαθεiς προβληματισμούς (στους οποίους δεν χάνεται), με υπερβολική μάλλον σεμνότητα («δεν θέλω να δημοσιεύσεις φωτογραφία μου…»), με ξεκαθαρισμένους στόχους, σαφείς προσανατολισμούς και προσγειωμένη αντίληψη που όμως δεν παύει να «πετά» όταν δημιουργεί. Έναν άνθρωπο που μπορεί να αυτοχαρακτηρίζεται μοναχικός τύπος και μελαγχολικός αλλά που «φοράει» συνήθως χαμόγελο και γελά πολύ συχνά -και με τον εαυτό του- που λόγω μελαγχολίας είναι υπέρ της… διασκέδασης. Ένα γνήσιο ταλέντο με ευαισθησίες και συγκροτημένη άποψη. Ο μηχανολόγος μηχανικός και εργολήπτης δημοσίων έργων (!) αλλά συνθέτης και στιχουργός και οργανοπαίχτης και τραγουδιστής Θανάσης Παπακωνσταντiνου που επίσης έγραψε στον Τύρναβο όπου μεγάλωσε, τους στίχους του «Γάτου» και του «Λεγεωνάριου» (των γνωστών τραγουδιών του απλώς συνώνυμου του Βασίλη Παπακωνσταντίνου) μιλάει, όταν τον αφήσεις χαλαρό «τσιγκλώντας τον» με διακριτικές ερωτήσεις και έχει να πει πολλά.
Ας τον «ακούσουμε» -με μικρές μόνο παρεμβολές:
«…πριν κάμποσα χρόνια είχα πάει τραγούδια μου στον Νίκο Παπάζογλου στην Θεσσαλονίκη. Τότε δεν τους είχε δώσει προσοχή. Κάποιες ενοχές του ίσως απ' αυτό το γεγονός συνέβαλαν στο να αντιμετωπίσει περισσότερο προσεχτικά αυτά που βγήκαν στο δίσκο και που του άρεσαν. Έτσι έβαλε το στούντιο, το γνωστό «Αγροτικό» στην Κ. Τούμπα. Με κόπους και με βάσανα και συνεχή πήγαινε-έλα στη Θεσσαλονίκη έγιναν οι ηχογραφήσεις και η «Αγία Νοσταλγία» κυκλοφόρησε στις αρχές Απριλίου…
Ο δίσκος πάει καλά στην Αθήνα και στην Θεσσαλονίκη. Στη Λάρισα όχι ακόμα…». Είναι βέβαια μάλλον νωρίς ακόμα. Έτσι άρχισε η συζήτηση στο γραφειάκι του Θανάση Παπακωνσταντίνου. Έξω έβρεχε και ήταν στεναχωρημένος. «Έχω ένα έργο στον Τύρναβο, μια εργολαβία και βρέχονται πράγματα που δεν θα έπρεπε…».
Ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου γεννήθηκε το 1959 κατάγεται από τα χωριά Κρανιά και Λουτρό της Ελασσόνας, μεγάλωσε όμως στον Τύρναβο. Από το 1977 ως το 1982 έζησε στη Θεσσαλονίκη όπου σπούδασε στο Πολυτεχνείο μηχανολόγος μηχανικό. «…στην πρώτη γυμνασίου είχα αγοράσει μια ψευτοκιθάρα, 300 δραχμές θυμάμαι. Δεν μπορούσα όμως να παίζω τα ακόρντα, έπαιζα με τις δυο μόνον χορδές, τις κάτω. Σαν μπουζούκι… Δεν ξεκίνησα με την «Συννεφούλα» όπως οι μαθητευόμενοι κιθαρίστες, προσπαθούσα με την «Φραγκοσυριανή». Ίσως να ήταν και τα ακούσματα που είχα. Πόλυ Πάνου, Γαβαλάς, Καζαντζίδης. Αργότερα στο Πολυτεχνείο, πήρα έναν τζουρά. Συνέπεσε τότε να μένω σ' ένα δώμα στην Δ. Γούναρη και Αγ. Δημητρίου που ήταν ιδιοκτησία του Αργύρη του Μπακιρτζή, ξέρεις των «Χειμερινών Κολυμβητών». Όντας μοναχικός τύπος καθόμουνα ώρες ολόκληρες μόνος μου με το μπουζουκάκι και προσπαθούσα να βγάζω μελωδίες. Ποτέ δεν έγινα καλός οργανοπαίκτης. Δεν έκανα ασκήσεις, τεχνικές. Πάντα παιδευόμουνα με μελωδίες. Γι' αυτό έγινα μέτριος…»
Έγραφε όμως ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου. Από παλιά. Έτσι έγραψε και τους στίχους του «Γάτου» που τραγούδησε στη «Διαίρεση» ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου.
«…τον «Γάτο» τον έγραψα όταν περίπου τελείωσα το γυμνάσιο, στην πέμπτη-έκτη το 1976, στον Τύρναβο. Ήμουνα οργισμένος τότε… Μια μέρα εκεί στα 1979 είπα: Δεν στέλνω κάποιους στίχους μου στον Μάνο Λοΐζο; Ένα βράδυ αργότερα, βρήκα κάτω από την πόρτα μου ένα τηλεγράφημα του Λοΐζου «Μ' άρεσαν, θέλω να τα φτιάξω τραγούδια. Να συναντηθούμε». Και έτσι έγινε.
Όταν μετά πέθανε είχε ήδη ετοιμάσει εννέα κομμάτια με δικούς μου στίχους. Ήταν να τα τραγουδήσει ο Παπακωνσταντίνου.
Πέθανε όμως ο Λοΐζος. Έψαξα αργότερα γι' αυτά τα κομμάτια αλλά δεν τα βρήκα. Χάθηκαν. Άλλωστε έγιναν πολλά όταν πέθανε…
Ο Παπακωνσταντίνου αργότερα διάλεξε από αυτά τον «Γάτο» και τον «Λεγεωνάριο» και τα κυκλοφόρησε… Μετά το 1982 πήρα μέρος στους «Αγώνες της Κέρκυρας» που διοργάνωσε ο Μάνος Χατζιδάκις. Και μετά στο στρατό…
«Στο στρατό ήταν η πιο δημιουργική περίοδος. Γνώρισα κι άλλους μουσικούς. Έτσι βοηθήθηκα να γίνω καλύτερος στο μπουζούκι.
Έγραφα πολύ τότε. Και στη «λούφα» ξέρεις, τη «λούφα» που ενέχει κίνδυνο στις κοπάνες, είχα λημέρια όπου έφτιαχνα τραγούδια.
Όταν τελείωσε η θητεία είχα ήδη σημαντικό αριθμό τραγουδιών. Δυο-τρία απ' αυτά είναι και στο δίσκο. Τα τραγούδια μου τότε ήταν πιο λαϊκά. Είχα αγαπήσει το ρεμπέτικο. Τα πήγα στη «Λύρα» και στον Παπάζογλου. Δεν επέμενα όμως…».
Γιατί όμως δεν επέμεινε; Και τί άλλαξε μετά;
«…νομίζω ότι η μεγαλύτερη ευχαρίστηση είναι αυτή που νιώθει κάποιος τη στιγμή της δημιουργίας. Αυτή είναι η ανώτερη στιγμή. Τότε ξεφεύγεις από το καθημερινό, πώς να σου το πω… Είναι σαν να διαχέεσαι. Αυτό βέβαια όταν δημιουργείς από εσωτερική φλόγα, όχι όταν σε ωθεί η σκοπιμότητα «να τα κονομήσουμε» και λοιπά. Δεν με ένοιαζε λοιπόν και να μην τα έβγαζα τα τραγούδια. Μου είχαν δώσει όταν τα έφτιαχνα την ευχαρίστηση που προσδοκούσα. Μετά όμως ένιωθα ότι είχαν αρχίσει να «κλωτσούν». Και όπως έλεγε και ένας φίλος μου «αν δεν καθαρίσεις με αυτά που έβγαλες δεν μπορείς να προχωρήσεις σε καινούργια». Άλλωστε για να ολοκληρωθεί ένα έργο πρέπει να περάσει στον κόσμο. Είναι που θέλεις να επικοινωνήσεις με τον κόσμο. Η μουσική είναι ευρύτερη «γλώσσα» από την ομιλία. Εκφράζει καλύτερα καταστάσεις και ιδίως συναισθήματα.
Βέβαια υπάρχουν και πιο ταπεινά ελατήρια για να προσπαθήσεις για έναν δίσκο. Η ματαιοδοξία ας πούμε, στην οποία λίγο-πολύ βουτάμε όλοι…»
Τί άλλο όμως κάνει ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου; Πως κερδίζει τη ζωή του;
«Ποτέ δεν ασχολήθηκα επαγγελματικά με το τραγούδι. Πάντα από μεράκι, για το κέφι μου, για τις παρέες, για τον εαυτό μου. Δουλεύω επαγγελματικά σαν εργολάβος. Δεν μ' αρέσει όμως, είναι ψυχοφθόρο επάγγελμα. Δεν είναι για μένα. Πολύ χρήμα γυρνάει σ' αυτή τη δουλειά. Εμφανίζεται η πλεονεξία σε όλο της το μεγαλείο. Τώρα θα ακούσεις κουβέντες γι' αυτά από συναδέλφους εργολάβους αλλά και σ΄ εμάς υπάρχουν «σωστοί». Τέλος πάντων δεν είναι επάγγελμα που θα σου δώσει ψυχική ευφορία. Ίσως γι' αυτό να προσπαθώ και με τη μουσική. Ίσως να λειτουργεί σαν αντίβαρο για να βρίσκω την ισορροπία μου. Πάντως δεν έχω σκοπό να πέσω με τα μούτρα σ' αυτή την δουλειά. Είμαι μικρός εργολάβος, δεν θα κάνω προκοπή…»
Μικρός εργολάβος, κακός οργανοπαίκτης, όχι δεν έχει κακή ιδέα για τον εαυτό του ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου.
Ο οποίος συν τοις άλλοις μαζί με τον φίλο του τον Χρήστο Παπαγεωργίου -άλλον γνωστό μουσικό αναζητητή της Λάρισας- δουλεύουν στο εργαστήριό τους κατασκευάζοντας μουσικά όργανα. Εργολάβος λοιπόν για να ζήσει και η οικογένεια. Τα δύο δίδυμα παιδιά του Θανάση, 7 χρονών, έχουν συμμετοχή στον δίσκο. Απαγγέλλουν κάποιο κομμάτι «…το είδα και σαν παιχνίδι», ομολογεί ο ίδιος.
Έτσι λοιπόν, «Αγία Νοσταλγία». Δεν έχει γιατί (αν και έχω κάποιο «πακέτο» γι' αυτή την ερώτηση -δεν έχει σημασία).
Στον δίσκο υπάρχει ένα ομώνυμο τραγούδι. Το τελευταίο… Υπάρχουν και δύο κομμάτια σε στίχους του Ομάρ Καγιάμ, του Πέρση ποιητή που έζησε τον 11ο αιώνα. «…Ήταν σπουδαία προσωπικότητα, εκτός από ποιητής ήταν και μαθηματικός -ήταν ο πρώτος που έλυσε το 1013 σύστημα εξισώσεων δευτέρου βαθμού. Ήταν και αστρονόμος, είχε μιαν ευρυμάθεια… Και όταν κοιτάς τον ουρανό, τα άστρα, νοιώθεις δέος, σου βγαίνει μια απελπισία. Έτσι και ο Ομάρ Καγιάμ μιλάει συνέχεια για την μηδαμινότητα του ανθρώπου. Ότι όλα είναι προδιαγεγραμμένα… ήταν απαισιόδοξος… Όπως κι εγώ -νομίζω ότι σ' αυτό πλησιάζουμε. Ήταν λοιπόν ένας απαισιόδοξος που το έριχνε γι' αυτό στο γλέντι και στην ασωτία, «ό,τι φάμε κι ό,τι πιούμε…». Και σ' αυτό τον πλησιάζω.
Προσπαθούμε η παρέα να βρίσκουμε τρόπους να το γλεντάμε όπως χτες στον «Νικόδημο»* Βέβαια με τους ρυθμούς της ζωής σήμερα αυτό είναι δύσκολο. Αλλά εν τέλει τί θα μείνει κι απ' τη ζωή μας. Αναβάλλουμε συνέχεια την πραγματοποίηση των ονείρων μας θαρρείς κι είμαστε αιώνιοι… Δεν με φοβίζει ο θάνατος και στον δίσκο ασχολούμαι αρκετά με αυτό. Ο απολογισμός της ζωής με προβληματίζει…»
Να που κάπου ταιριάζει μ' αυτό το τελευταίο, τον απολογισμό της ζωής η «Αγία Νοσταλγία»…
Αυτά τα ολίγα για τον Ομάρ Καγιάμ. Για τον Ανδρέα Εμπειρίκο -στίχοι του οποίου υπάρχουν σε ένα κομμάτι του δίσκου- είπαμε να πούμε άλλη φορά… Είχε να πει όμως ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου για τον Γιώργο Μιχαήλ ο οποίος τραγουδάει τα 6 από τα 13 τραγούδια του δίσκου: «…είναι μαραγκός από την Κοζάνη. Τον γνώρισα όταν ήμουνα εκεί φαντάρος. Έχει μια ατόφια φωνή που αξίζει. Ένα δικό του ύφος. Χωρίς να μοιάζουν, έχει κάτι αντίστοιχο με του Ξυλούρη. Ακατέργαστο διαμάντι… Βοήθησε πάρα πολύ τα τραγούδια μου. Τους έδωσε μια λάμψη, τα ανάδειξε. Θα τραγουδήσει και τα τραγούδια της επόμενης δουλειάς που έχω ήδη έτοιμη…».
Δεν είναι όμως να κυκλοφορήσει σύντομα. Προς το παρόν ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου θα υποστηρίζει τον πρώτο του δίσκο. Σκοπεύει με Λαρισαίους μουσικούς να παρουσιάσει τα τραγούδια του σε χώρους μικρούς όπως έγινε για παράδειγμα στον «Νικόδημο». Όχι μόνο στην Λάρισα αλλά και στην Αθήνα, στην Θεσσαλονίκη…
Στην «Αγία Νοσταλγία», παίζουν επίσης όργανα δύο γνωστοί Λαρισαίοι μουσικοί. Ο Κώστας Βελής και ο Γιώργος Δεληγιάννης. Το εξώφυλλο είναι μια φωτογραφία του Τάκη Τλούπα, μια αναπαράσταση παραδοσιακού χορού, ανάγλυφο που έγινε με καρφί σε πέτρα παλιού σπιτιού της Κόνιτσας.
Είναι… της Παραδόσεως ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου: «…ακούω πάρα πολλά είδη μουσικής. Μ' αγγίζουν όμως αυτά τα τραγούδια που έχουν ψυχή, τα παραδοσιακά, τα ρεμπέτικα, τα δημοτικά, τα οποία όσον αφορά το στίχο είναι σμιλεμένα τέλεια. Με ενδιαφέρουν τα τραγούδια που σε συγκινούν. Που σε ανατριχιάζουν, που μπορούν να σε κάνουν να κλάψεις. Τέτοια τραγούδια θέλω κι εγώ να γράφω…
Και τα δημοτικά είναι τέτοια τραγούδια. Είναι ακόμα ζωντανά. Στην ύπαιθρο ακόμα τραγουδιούνται. Στ' αμπέλια για παράδειγμα στον Τύρναβο, όταν δουλεύουμε ακούω τους εργάτες να τραγουδούν δημοτικά. Αντίθετα το ρεμπέτικο, τραγούδι της πόλης, φαίνεται να έχει σβήσει… Γενικά το περιβάλλον σε επηρεάζει. Τα τραγούδια της πόλης για παράδειγμα αν δεν είναι οργισμένα -δεν έχουν διέξοδο οι άνθρωποι στις μεγάλες πόλεις- θα είναι χλωμά. Αντίθετα στην επαρχεία μπορούμε ακόμα αν θέλουμε να ζούμε κοντά στη φύση. Αγαπώ την φύση, τον ήλιο -ακόμα κι αυτόν τον σκληρό της Λάρισας… Τη νιώθουμε εδώ στην επαρχία τη φύση.
Μπορεί να μας συγκινήσει, να μας δώσει ερεθίσματα. Να, ένα λαμπρό παράδειγμα είναι ο Θανάσης ο Τότσικας, ο ζωγράφος. Η ύπαιθρος έχει δώσει έναν χαρακτήρα στην δουλειά μου, στον επόμενο δίσκο πιστεύω ότι θα φανεί περισσότερο…»
Δεν θα αφοσιωθεί λοιπόν επαγγελματικά στη μουσική ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου; Ακόμα κι αν η «Αγία Νοσταλγία» πουλήσει; Ακόμα κι αν του φέρει λεφτά; «…ξέρεις έχω και γι' αυτό ένα «πακέτο». Αλλά εν πάση περιπτώσει θέλω να αφιερώνω στη μουσική όλη μου τη αγάπη.
Αλλά αυτό που θέλω να κάνω μ' αυτήν, επιμένω να το κάνω όποτε μου 'ρχεται, να μην προκύπτει από υποχρέωση. Δεν θέλω να χρειάζεται να ζήσω από τα τραγούδια. Και βέβαια η «Αγία Νοσταλγία» δεν θα μου φέρει περισσότερα λεφτά -καλοδεχούμενα πάντα- από ό,τι ο « Γάτος». Αλλά δεν θέλω να είμαι σκάρτος με την μουσική. Επιμένω στο αβίαστο. Άλλωστε πως θα ευχαριστηθούν οι άλλοι, ο κόσμος, όταν τραγουδάω κάτι που εγώ θα έχω βαρεθεί από την συνεχή επανάληψη; Καλύτερα λοιπόν να φθείρομαι σαν εργολάβος, σε ένα επάγγελμα που δεν με ικανοποιεί και να συνεχίζω την μουσική ερασιτεχνικά…». Είθε!
Σωτήρης Ζαχαριάς
* Ιστορικό Οινοπαντοπωλείο της Λάρισας των αρχών του 1900 το όποιο ανακαλύφθηκε και συντηρείται από τις αρχές της δεκαετίας του '80 μέχρι σήμερα από τον σύλλογο «Φίλοι της Ζωντανής Παράδοσης» που δημιουργήθηκε από μια ομάδα ευαισθητοποιημένων πολιτών αποκλειστικά για το σκοπό αυτό.