Ο "δύσκολος" και απαιτητικός μέχρι αηδίας Γιώργος Παπαδάκης γράφει στην Ελευθεροτυοπία (4/10/2011)
Δύσκολη, πρωτοφανέρωτη, ρηξικέλευθη εργασία
Σε ήχο ελληνικό
Του
ΓΙΩΡΓΟΥ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
ΘΑΝΑΣΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ:
Ο ΕΛΑΧΙΣΤΟΣ ΕΑΥΤΟΣ
ΠΑΡΑΓΩΓΗ: INNER EAR
Τρία χρόνια μετά τον τελευταίο του δίσκο («Ο Σαμάνος»), κυκλοφορεί ο καινούργιος δίσκος του ξεχωριστού δημιουργού από τη Θεσσαλία. Δέκα τραγούδια -και δύο ορχηστρικές συνθέσεις- που ερμηνεύουν ο συνθέτης, ο Φώτης Σιώτας και ο Ορφέας Περίδης.
Η πρώτη και η δεύτερη εντύπωση (ήτοι μετά από άνω της μιας ακρόασης) δείχνουν ότι, σε σχέση με τον προηγούμενο δίσκο, εδώ έχουμε μια εργασία περισσότερο στοχαστική, εσωστρεφή και ασφαλώς πιο «προωθημένη» από άποψη φιλολογικού περιεχομένου περισσότερο και λιγότερο από άποψη μουσικής (μελοποιίας), αφού το καθαρώς μουσικό ενδιαφέρον περιορίζεται στο ενορχηστρωτικό μέρος, το οποίο είναι πρωτότυπο και εμπνευσμένο.
Θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε την εργασία αυτή δύσκολη, για όσους περιμένουν κάτι ανάλογο με προηγούμενους δίσκους («Βραχνός Προφήτης», «Διάφανος» κ.ά.). Σε ορισμένα τραγούδια εδώ έχουμε έναν καινούργιο κόσμο, στον οποίο εισέρχεται ο δημιουργός. Η μουσική δεν πρωταγωνιστεί. Λειτουργεί ως απλή συνοδεία, ως υπόκρουση στις ποιητικές αναφορές που απαιτούν προσοχή, δεύτερες ακροάσεις και σκέψη, συνθέτοντας κάτι που αποτελεί το αντίθετο του όρου «ελαφρά μουσική». Οι αναφορές του Παπακωνσταντίνου είναι μεν γνώριμες, αλλά τώρα στρέφονται προς τον «ελάχιστο εαυτό».
Δεν ξέρω πόσο θα βοηθήσει τους ακροατές το σημείωμα του συνθέτη -περιγραφή, πλαίσιο ή αποκωδικοποίηση στο ένθετο του δίσκου. Το θεωρούμε όμως αντιπροσωπευτικό, αν όχι εύκολα επεξηγηματικό, της νέας αυτής ρηξικέλευθης καλλιτεχνικής εργασίας : «Ο ελάχιστος εαυτός, ο τρελός χορευτής, η κιβωτός των κινήσεων, ο ιχνηλάτης του Βέγα. Το πιο ανυπάκουο απ' τα δύο φαντάσματα· εκείνο που είναι του Εγώ το ωμέγα. Είδε την πρώτη ημέρα που χάραξε -απ' όπου ξεκίνησαν τα μυστήρια όλα- γι' αυτό έχει γίνει βέβηλος κι άναρθρος κι αέρας αγιάτρευτος που κουνάει τα δόντια. Οταν φοβάται τα μαλλιά του αλλάζουνε και γίνονται τένοντες ζώου κυνηγημένου, βελόνες στο δάσος με τ' απόδημα πεύκα ή ακόμα και σώματα στις ράγες του τρένου. Κι ενώ μπορεί ν' αναγνωρίσει σπαράγματα, δεν λέει να ξεχωρίσει τη φρίκη απ' το φιρίκι. Λερώνει με τα πόδια τον ψεύτη ουρανό και κλέβει από την κόλαση ό,τι του ανήκει.
Ο ελάχιστος, λέμε, ο νοσταλγός της αρχής, που το άσπρο στο μάτι του έχει γεμίσει με βρύα, ο ξενιστής των ονείρων που αλλοιώνει τα σχήματα κι αναγκάζει το χώρο να παθαίνει ναυτία.
Ο μονοσάνδαλος είλωτας, το άξαφνο ράγισμα, η πόλη, όπου τα κτίρια δεν έχουνε πόρτα, η ένρινη φάλαινα, το κήτος του Ιωνά, το άγριο κόχλασμα που ετοιμάζει τα χόρτα».
Σε δεύτερη μοίρα και οι ερμηνείες του συνθέτη. Ούτε σπουδαίος «καλλίφωνος» είναι, ούτε μεγάλη τεχνική διαθέτει. Αλλά το όλο έργο δεν απαιτεί αυτά κι έτσι λίγη σημασία θα πρέπει να τους δώσουμε. Το ίδιο ισχύει, κατά τη γνώμη μου, και για τους άλλους ερμηνευτές. Ολα τα σκεπάζει η ποιότητα του έργου, που το κάνει πρωτοφανέρωτο στην ελληνική δισκογραφία και πρόταση αποκαλυπτική στην τελματική κατάσταση που βρίσκεται η ελληνική μουσική του είδους αυτού.
Πηγή:
www.enet.gr/?i=news.el.texnes&id=315156