Ακροβασίες της ελληνικής δισκογραφίας
Aτολμες παραγωγές, προβλέψιμο ρεπερτόριο, χωρίς αιχμές και νέο πνεύμα, οδήγησαν στην πτώση των πωλήσεων
Της Γιωτας Συκκα
Με ελάχιστες παραγωγές να ξεχωρίζουν, περισσότερες να ακροβατούν στην τηλεοπτική αισθητική και άλλες να αδυνατούν να προβάλουν μια νέα πρόταση, η ελληνική δισκογραφία μοιάζει να... χαροπαλεύει. Το πρόβλημά της εδώ και χρόνια, βέβαια, δεν είναι η ποσότητα –σταθερά η παραγωγή αγγίζει τα 1.200 CD τον χρόνο– αλλά η έλλειψη προτάσεων, οι άτολμες παραγωγές με τους πολυσυλλεκτικούς δίσκους, η σίγουρη λύση για τους καθιερωμένους που φοβούνται να τολμήσουν. Η αναζήτηση ενός προβλέψιμου ρεπερτορίου χωρίς αιχμές και νέο πνεύμα, μα πάνω απ’ όλα τα «τεχνητά» τραγούδια είναι που την έχουν καθηλώσει στις χαμηλές πωλήσεις.
Ποιος μιλάει πια για σπουδαίους δίσκους; Ετσι κι αλλιώς το ελληνικό τραγούδι μοιάζει να μερακλώνει στα σαββατιάτικα τηλεοπτικά γλέντια όπου συναντιούνται ηθοποιοί, μοντέλα, πρόσωπα της τηλεόρασης και της πολιτικής, με το πρόσχημα του αφιερωμάτος σε έναν καλλιτέχνη. Κάτι τέτοια μελαγχολικά βράδια κάνει πασαρέλα η ξεπεσμένη πλευρά του τραγουδιού με τους άλλοτε πρωταγωνιστές του να προσπαθούν να κρύψουν την αφάνεια δεκαετιών πίσω από την καμουφλαρισμένη νεότητα της αποτυχημένης βαφής.
Κι όταν δεν παλεύει το τραγούδι στην κακόγουστη αισθητική της δεκαετίας του ’60 και ’70 που νεκρανασταίνεται τώρα μες στη γενικότερη υπερβολή και τη μόδα του trash TV, έχουμε τη νεότερη γενιά που δέχεται να μπει πίσω από τα κάγκελα κάθε μουσικού ριάλιτι προκειμένου να κερδίσει την αναγνωρισιμότητα ενός έτους το πολύ. Μια κατηγορία αποφασισμένων παιδιών (ευτυχώς υπάρχουν και εξαιρέσεις) που αντιγράφουν τους χειρότερους του τραγουδιού.
Τα χαρακτηριστικά της χρονιάς
Η μείωση της παραγωγής των μεγάλων εταιρειών και η αύξηση της παραγωγής των ανεξάρτητων μικρών εταιρειών είναι τα χαρακτηριστικά του 2006. Οι πρώτες συχνά μοιάζουν να βρίσκονται σε σύγχυση, αφού από τη μια ποντάρουν στο τηλεοπτικό ρεπερτόριο και από την άλλη σε ξεπερασμένες από καιρό φωνές του ’80 ή και του ’70. «Η αναλογία στην παραγωγή μεγάλων και μικρών ανεξάρτητων εταιρειών είναι 50-50», λέει ο Πέτρος Δραγουμάνος, δημιουργός του DVD «Ελληνική Δισκογραφία 1950-2006», ο οποίος έχει όμως και την ευθύνη για τις μετρήσεις του Music control. «Οι μικρές εταιρείες έβγαζαν μέχρι δέκα παραγωγές τον χρόνο και τώρα αγγίζουν τις είκοσι. Είναι διπλασιασμός των εκδόσεών τους και κάτι παραπάνω για το μέγεθός τους». Κάπως έτσι ξεθάρρεψαν και οι επαρχιακές εταιρείες δίσκων, που τις συναντάει κανείς από τη Θεσσαλονίκη και τη Χαλκίδα μέχρι τη Λάρισα και τα Γρεβενά. Το ρεπερτόριό τους; Δημοτικά, τα λεγόμενα σκυλάδικα, αλλά και ροκ, από τους νέους κάθε περιοχής που βρήκαν κλειστές τις πόρτες στην Αθήνα. Οι επιχειρήσεις αυτές ανθούν, αφού όλοι γνωρίζουν ότι ο καλλιτέχνης που ξεκινάει με πάθος συχνά πληρώνει ο ίδιος την παραγωγή.
Μια άλλη κατηγορία είναι οι ζωντανές ηχογραφήσεις. Ομως οι δίσκοι, που κυκλοφορούν στην αγορά, δεν λένε πάντα την αλήθεια. «Οι εταιρείες γνωρίζουν καλά τη μανία του κοινού για τους δίσκους αυτής της κατηγορίας. Ετσι από τη μία έχουμε πράγματι τα “λάιβ” που πουλάνε, όπως η περίπτωση Γαλάνη - Πρωτοψάλτη με το πρόγραμμα στο Vox, και από την άλλη περιπτώσεις όπως του Πανταζή, του Βοσκόπουλου κ.ά., οι οποίοι σε ένα διπλό δίσκο προσφέρουν τον ένα “λάιβ”, που όμως είναι παλιό υλικό γραμμένο ξανά στο στούντιο».
Εν τω μεταξύ, η κινητή τηλεφωνία και το Διαδίκτυο έβαλαν το χεράκι τους για την αύξηση (όχι θεαματικά πράγματα) των χαμηλών πωλήσεων. Οι άνθρωποι των εταιρειών συνειδητοποίησαν ότι σε αυτές τις δύο κατηγορίες μάλλον ακουμπά το μέλλον της η ελληνική δισκογραφία, η οποία ανασκουμπώνεται με το παιχνίδι νεότερης γενιάς: τα ringtones. Οσοι καλλιτέχνες δέχονται να πάρουν μέρος στο παιχνίδι, βγαίνουν κερδισμένοι, ενώ εκείνοι που αντιμετωπίζουν με αμηχανία το νέο μέσο –κυρίως οι παλιότεροι– είναι οι χαμένοι της υπόθεσης.
Οι εταιρείες που έσπευσαν να δημιουργήσουν σχετικά τμήματα προσπαθούν να μετατρέψουν σε ψηφιακό το παλιό ρεπερτόριο, ειδικά για τους χρήστες του Ιντερνετ, οι οποίοι διαρκώς αυξάνονται, αφού συνειδητοποίησαν ότι άλλο είναι να πληρώνεις 1 ευρώ για να κατεβάσεις το τραγούδι που σου αρέσει και άλλο να πληρώσεις 16-20 ευρώ για ολόκληρο δίσκο.
Πωλήσεις με αγκάθια
Η αγορά του ενός τραγουδιού μπορεί τώρα να ανακαλύπτεται από το κοινό, εκείνη όμως ολόκληρου του δίσκου περνάει δύσκολες ώρες. Η πτωτική πορεία καθρεφτίζεται και στο όριο που ένα ηχογράφημα βαφτίζεται χρυσό ή πλατινένιο. Η επιβράβευση δηλαδή των πωλήσεων ενός καλλιτέχνη, η οποία δεν είναι τίποτε άλλο από ένα διαφημιστικό τρικ για την προώθηση του προϊόντος που υποστηρίζει ο ίδιος και η εταιρεία του. Οι εποχές που κάποιος με πωλήσεις 50.000 αντιτύπων μπορούσε να θεωρηθεί ο εμπορικότερος καλλιτέχνης της χρονιάς ανήκουν στο παρελθόν, πολύ περισσότερο αν θυμηθούμε τα νούμερα που χρειαζόταν ένας δίσκος για να γίνει χρυσός τη δεκαετία του ’80.
Από το περασμένο φθινόπωρο, χρυσός ορίζεται ο δίσκος εκείνος που πουλάει 15.000 αντίτυπα, ενώ το 2001, που επίσης είχε πέσει το όριο, ήταν στα 20.000 CD. Αν όμως παλιά οι λεγόμενοι ποιοτικοί και εμπορικοί μπορούσαν να είναι στην ίδια λίστα των μεγάλων πωλήσεων, τώρα πρωταγωνιστούν μόνο οι Πλούταρχος, Ρέμος, Βανδή, Βίσση, Πετρέλης, Σφακιανάκης, Ρουβάς, Ζήνα, Κοκκίνου, Παπαρίζου με τον Χατζηγιάννη, που επίσης μετράει περίπου 100.000 πωλήσεις, αλλά και την Αλεξίου, τη μόνη από τη γενιά της με τέτοιες πωλήσεις. Εκπληξη ήταν και το λάιβ της Γαλάνη - Πρωτοψάλτη, που εντάσσεται στην ίδια κατηγορία, αλλά και το τραγούδι της πρώτης «Δυο μέρες μόνο» (ακούστηκε στο σίριαλ του Παπακαλιάτη), το οποίο, όπως σημειώνει ο Π. Δραγουμάνος, είναι στο top-5 των τραγουδιών που κινούνται στο Ιντερνετ.
Οι εκπλήξεις του 2006
Τι άλλο χαρακτήρισε το 2006; Η παράδοση στο τραγούδι. Το «Βύσσινο και νεράντζι» της Χ. Αλεξίου φαίνεται να άνοιξε το δρόμο σε μια σειρά καινούργιων τραγουδιών που φλερτάρουν με τους παραδοσιακούς δρόμους, όπως τα «Ερημα χωριά» του Γιώργου Νταλάρα με τον Αλβανό ακορντεονίστα Ντάσσο Κούρτι, το «Κόκκινο ακρογιάλι» του Μανώλη Λιδάκη, του Πέτρου Γαϊτάνου και ο δίσκος του Αλκίνοου Ιωαννίδη και του Μιλτιάδη Παπαστάμου «Που Δύσιν ως Ανατολή», ένας δίσκος που τον προετοίμαζαν χρόνια σε μια εποχή που η δισκογραφία γυρνάει την πλάτη σε τέτοιες προσπάθειες.
Δουλειά με μεράκι, όπως και η «Μά’ισσα σελήνη» του Νίκου Παπάζογλου, η καλοδουλεμένη και ιδιαίτερη «Μαστοράντζα του Ερτεμπίλ» των Χειμερινών Κολυμβητών, το «Ενα βήμα πιο κοντά» του Νίκου Πορτοκάλογλου, τα σάουντρακ «Πεθαίνοντας στην Αθήνα» του Σταμάτη Κραουνάκη και «Uranya» του Παναγιώτη Καλαντζόπουλου, οι 4 θεατρικοί μύθοι του «Σείριου». Ομως οι δισκογραφικές δουλειές που ξεχωρίζουν με διαφορά είναι ο καινούργιος δίσκος του Νίκου Ξυδάκη «Γρήγορα η ώρα πέρασε» με την Ελευθερία Αρβανιτάκη στις καλύτερες ερμηνευτικές της στιγμές και η τελευταία δουλειά του Θανάση Παπακωνσταντίνου «Διάφανος» που μόλις κυκλοφόρησε και όπου η παράδοση συνδυάζεται με ένα σύγχρονο σουρεαλισμό. Χιούμορ, φρέσκια ματιά, ομαδική διάθεση και μια έκπληξη, η Μάρθα Φριντζήλα.
(από την Καθημερινή - 24/12/2006)