Συνέντευξη στην εφημερίδα "Εποχή"
Συνέντευξη με τον Θανάση Παπακωνσταντίνου, ιθαγενή τραγουδοποιό της περιφέρειας
«Γύρνα στη Λάρισα Κυριακή πρωί
και πες μας πώς τα κατάφερες εσύ»
Ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου ζει και εργάζεται στην Λάρισα. Είναι μηχανολόγος και παράλληλα οργανοποιός. Από τότε που ήταν φοιτητής στην Θεσσαλονίκη, γράφει και παρουσιάζει τραγούδια που γίνονται γνωστά σ' όλο το βόρειο ελλαδίτικο χώρο. Στην Αθήνα είναι γνωστός από τον πρόσφατο δίσκο του «Η Αγία Νοσταλγία», που η «Εποχή» έχει ήδη παρουσιάσει από τη στήλη «Μουσικές Προτάσεις». Η συνέντευξη που ακολουθεί είναι χαρακτηριστική της αντίστασης στην ηχορύπανση, που με αφετηρία την πρωτεύουσα, κατακλύζει και την ύπαιθρο.
- Έχεις κάνει την επιλογή να μένεις και να δημιουργείς στην επαρχία. Ποια είναι η σχέση σου με τον τόπο που μένεις, πως επιδρά στο έργο σου η Θεσσαλική γη;
Πρώτον, έμμεσα. Με τα τραγούδια της, ηχητικό περιβάλλον της παιδικής μου ηλικίας αλλά και της τωρινής. Στην ύπαιθρο τη δεκαετία του '60 ακούγονταν δημοτικά και λαϊκά τραγούδια. Τα δημοτικά, μάλιστα, παραμένουν ζωντανά ακόμα και σήμερα. Παράδειγμα, στα χωράφια την ώρα που δουλεύουν, μπορείς να ακούσεις ανθρώπους να τραγουδάνε, εξορκίζοντας τον σκληρό ήλιο.
Αποτελούν βάλσαμο για την γενιά που μεγάλωσε στον πόλεμο, είναι τραγούδια λιτά, με ψυχή και χτυπάνε κατευθείαν στο στόχο, δηλαδή στην καρδιά.
Δεύτερον, άμεσα, με τη φυσική της παρουσία. Η βίωση της ομορφιάς της φύσης βοηθάει στην ολοκλήρωση του ατόμου και επομένως και του δημιουργού. Ξυπνάει αρχέγονες μνήμες, τότε που ο άνθρωπος δεν είχε φύγει ακόμα από κοντά της, φέρνοντας συγκίνηση και νοσταλγία (εξ ου και Αγία Νοσταλγία)
Η ενασχόλησή μου με τη γεωργία -ο πεθερός μου για να μ΄ εκδικηθεί που του 'φαγα την κόρη, μου φόρτωσε κάτι κτήματα- με βοηθάει στην απέλπιδα προσπάθεια που κάνω να ανιχνεύσω το μυστήριο της ζωής. (Ζωή - θάνατος - αναγέννηση της φύσης)
Η εύκολη ενατένιση του έναστρου ουρανού -μια και δεν υψώνονται πυκνές πολυκατοικίες- δίνει ένα γερό χτύπημα στον αγέρωχο ανόητο που κρύβω μέσα μου και με οδηγεί με κόπο, είν' αλήθεια, στην ταπεινότητα και τον αυτοσαρκασμό.
Οι προϊστορικοί οικισμοί -που είναι άφθονοι στο θεσσαλικό κάμπο- με τα ευρήματά τους, αφήνουν σ' όποιον ασχοληθεί μαζί τους -κι ένας τέτοιος είμαι κι εγώ- τον θαυμασμό για τους μακρινούς προγόνους, αλλά και την πικρή γεύση της ματαιότητας.
Έτσι, αν καμιά φορά γλιστρούν και πέφτουν στο λάκκο της ματαιοδοξίας -όπως π.χ. συμβαίνει κάπου μ' αυτή την πρώτη μου δισκογραφική παρουσία- έρχεται ο συνετός Θανάσης και υψώνει ένα πανό μπροστά στα μάτια μου, που γράφει «Χέστηκε η φοράδα στ' αλώνι».
Πάντως, αυτή η αβάσταχτη αίσθηση της ματαιότητας δε με οδηγεί στην παραίτηση, αλλά στην απληστία για ζωή, κρασί, γλέντι, παρέα, όπως με δασκάλεψε και ο σοφός Πέρσης Ομάρ Καγιάμ, που μου έκανε την χάρη και μου έδωσε έμπνευση να μελοποιήσω μερικά από τα ρουμπαγιάτ του.
Τελικά, ήταν αναπόφευκτο, όλα αυτά να περάσουν και στα τραγούδια μου: Ματαιότητα, σαρκασμός και αυτοσαρκασμός, διάθεση για γλέντι, νοσταλγία, χαρμολύπη γενικώς.
- Σε τι διαφέρει κατά τη γνώμη σου ένας τραγουδοποιός της υπαίθρου από κάποιον της μεγαλούπολης;
Θα πρέπει, πριν να πω οτιδήποτε περί διαφορών, να δηλώσω ότι ανεξάρτητα από το περιβάλλον, ένας προικισμένος καλλιτέχνης μπορεί να οδηγηθεί -κυρίως μέσα από το βάσανο- σε δυνατές δημιουργίες. (Παρεμπιπτόντως, εγώ όντως είμαι ένα βασανισμένο άτομο, λόγω χρόνιας δυσκοιλιότητας).
Γενικά, όμως, ο άνθρωπος της πόλης, μουδιασμένος από την απάνθρωπη κλίμακα του περιβάλλοντός του (τεράστιες πόλεις, μεγάλα κτίρια, εργοστάσια, ατέλειωτες ουρές αυτοκινήτων κ.λ.π.), στέκει εχθρικός απέναντι στους διπλανούς του, δεν κάνει παρέες, δεν τραγουδά. Δεν είναι λοιπόν το τραγούδι του άμεση ανάγκη, δεμένο με τη ζωή του, παρά ένα κατασκεύασμα εγκεφαλικό.
Η αμεσότητα της υπαίθρου μπορεί να οδηγήσει τον δημιουργό σε άμεσα συγκινησιακά τραγούδια, που μυρίζουν χώμα, ενώ στο δευτερογενές περιβάλλον της μεγαλούπολης οι δημιουργοί φοβούνται την αμεσότητα, τα τραγούδια έχουν την αίσθηση του πλεξιγκλάς.
Κοντά στη φύση, αργά η γρήγορα, αποκτάς το μέτρο σ' αυτά που κάνεις, το μέτρο που η ίδια η φύση έχει στις δραστηριότητες της. Στη μεγαλούπολη χάνεις την αίσθηση του μέτρου. Υπάρχει περίπτωση να γίνεις ή γελοίος (δες σκυλοτράγουδα και χαζοχαρούμενα ποπ) ή υπερβολικά δυσνόητος.
- Στην επαρχία λοιπόν είναι όλα ωραία;
Θα μπορούσε να ήταν καλύτερα, αν δεν έφτανε η σαβούρα των Αθηνών -γιατί τα καλά που συμβαίνουν σ΄ αυτή την πόλη δεν φτάνουν εύκολα σε μας- μέσα από τηλεόραση και ραδιόφωνο. Μ' αυτό τον τρόπο το ζηλόφθονο κέντρο καθυποτάσσει την περιφέρεια και αρχιτεκτονεί παθητικούς δέκτες και αμήχανους καταναλωτές.
Όσον αφορά τον τραγουδοποιό της περιφέρειας ενώ έχει -όπως με σοφό τρόπο ανέπτυξα πιο πριν- καλύτερα εφόδια για να φτάσει στη δημιουργία, όταν έρθει η στιγμή να τη δημοσιοποιήσει, αρχίζουν τα δύσκολα.
Πρώτα, πρέπει να βρει μουσικούς που θα κοιτάξουν με στοργή αυτά που έχει χειροτεχνήσει. Όμως, περισσότεροι παρ' ότι αξιόλογοι είναι βαρεμένοι απ' τη δουλειά στα σκυλομάγαζα -γνήσια και κυριλέ- και ζήτημα να κουνήσουν το βλέφαρό τους στο εναγώνιο κάλεσμα.
Ας πούμε ότι το ξεπερνάμε αυτό. Ηχογραφούνται τα τραγούδια και έρχεται η φοβερή στιγμή να κάνεις γύρα στις εταιρίες, όπου κάποιος παραγωγός, πνιγμένος σε μια θάλασσα από κασέτες κάνει τις προσωπικές του επιλογές. Εδώ, οι τραγουδοποιοί της άλλης Ελλάδας πρέπει να περιμένουν για πολύ. Να έχουν περάσει την ψωνίαση στην παιδική τους ηλικία, αλλιώς θα πληγωθούν.
Τα κυκλώματα είναι των Αθηνών, τα βραχυκυκλώματα των λοιπών. Μόνο αν υπάρξει κάποια «συστατική επιστολή», όπως έγινε με τον Νίκο Παπάζογλου» και την «Αγία Νοσταλγία», μπορούμε εμείς οι ιθαγενείς της περιφέρειας να βρούμε μια θέση στο ήλιο της ελληνικής δισκογραφίας. Δόξα τω θεώ, ρε παιδιά!
Παρ' ότι πολλά από τα τραγούδια μου της «Αγίας Νοσταλγίας» έχουν γεννηθεί πριν μια δεκαετία, ας πούμε ότι βρήκα μιαν ατραπό. Και υπάρχουν κάποιοι εκεί, στον κάμπο, που παραφράζοντας το γνωστό τραγούδι του Νίκου Ξυδάκη μου λένε: «Γύρνα στη Λάρ'σα Κυριακή πρωί / Γύρνα και πες μας / πώς τα κατάφερες εσύ».
Κι εγώ, υπακούοντας, γυρνάω με το «Αίολος» των 18.30 κι αφήνω στη Λιάνα Μαλανδρενιώτη, τη φλυαρία μου και ένα στίχο αμελοποίητο για καπάκι.
Λιάνα Μαλαδρενιώτη