Τι ακριβως κάνανε με τις παλάμες οι αθιγγανοι στο λιμανι εκεινης της μυθικής πολιτείας στο "Ονειρο" του Θαναση; "Μυριζανε", δηλαδή οσμίζονταν, παλάμες (δικές τους ή άλλων); Εγώ ξερω ότι οι Αθιγγανοι (πιο γνωστοι ως "Τσιγγάνοι" και "Γύφτοι") διαβάζουνε τις γραμμές στις παλαμες των ανθρωπων για να προβλέψουνε τη μοίρα τους, άρα μήπως "μοιρίζουνε"; (αν και δε θυμαμαι να εχω ξανασυναντησει τετοιο ρημα). Μηπως όμως οι Αθιγγανοι στο ονειρο του Θαναση κανανε την ίδια δουλιά μυριζοντας τις παλαμες αντι να τις παρατηρούν;
Η μερικη ή ολικη απαλλαγη της γραφης της νεοελληνικης γλωσσας απο την ιστορικη ορθογραφια ως καταλοιπο του αρχαϊσμου, μπορεί, στις περιπτωσεις των ομόηχων λέξεων, να μην εξυπηρετεί παντα την απαραιτητη σαφηνεια που πρεπει να εχει ο τεχνικος - πληροφοριακος λόγος αλλα απο την αλλη θα λεφτέρωνε την ποιηση απο υποχρεωτικες μονοσημίες που περιοριζουν τη φαντασια του αναγνωστη κατα την προσληψη του ποιητικου λογου.
Η γραφη "
μιρίζανε" θα μας απαλλασσε επομενως και απο την αναγκη να παρουμε θεση στο παραπανω ερωτημα. Λεφτεροι πια στη φαντασια του καθενος οι αθιγγανοι της ονειρικης πολης, θα μπορουν ειτε απλα να μυρίζουν ή να "μοιρίζουν" ή και -γιατι όχι- να "μοιρίζουν" σνιφάροντας σα λαγωνικά πάνω απ τις παλαμες.
Μεχρι λοιπον να γινει η επομενη γενναια -ελπιζω- μεταρυθμιση στη γραφη που θα μας απαλλάξει, μεταξύ άλλων, και απο τετοια αχαρα και αντιποιητικα διλημματα, προτεινω στη θεση του -υ- στο "μυρίζανε" να μπει -οι- προκειμενου να γινεται συνδεση με τη λεξη "μοίρα" και με τη σχετικη παραδοσιακη (αλλά και συγχρονη) ασχολια των Τσιγγανων.
Σε αυτη την περίπτωση η λεξη πρεπει να παρει διακεκριμενη θεση στο γλωσαρι ως θανασικος νεολογισμος, αφου δε θυμαμαι να εχω ξανασυναντησει ρημα "μοιρίζω".
Η ιδια αποψη έχει επικρατησει και στα "
stixoi.info" και "
kithara.vu". Ξέρει καποιος αν η πρωτη εκδοση (σε βινιλιο) της "Αγίας Νοσταλγίας" ειχε ενθετο με στιχους για να το συμβουλευτούμε;