Άκουσα κι εγώ τη Χελώνα και δε μπορώ να αντισταθώ να εκφράσω δημόσια τη γνώμη μου, όσο κι αν ίσως δυσαρεστήσει κάποιους.
Το μουσικό κομμάτι του τραγουδιού είναι ανυπόφορο και η ερμηνεία δε βοηθά. Διακρίνω την Χατζηδάκια επιρροή της εποχής στην ερμηνεία –με κύριο εκφραστή το Βασίλη Λέκκα και τον Καρακότα μετά- αλλά με αδούλευτη ορθοφωνία (πχ η έντονη άρθρωση του «ρο»).
Στο στίχο αντίθετα διακρίνονται τα ψήγματα του κατοπινού Θανάση, που μάλιστα κατάφερε να κάνει άλματα υπερβαίνοντας τον ίδιο του τον εαυτό. Ξεπέρασε τα τετριμμένα μεταφορικά σχήματα (όπως τα λέει και ο Μπόρχες, με αναφορά στα στοιχεία της φύσης, χελώνες, γάτοι κλπ) φτάνοντας σήμερα να γράφει ποιήματα όπως τα 360χλμ και το ¼ταν χαράζει- για να πω δυο στη τύχη.
Από την άλλη μεριά, χαίρομαι τόσο πολύ όταν ένας καλλιτέχνης αυτού του διαμετρήματος [κι ας μην αφήνει η εμμονή στη μετριοπάθεια τον ίδιο να το δει] δε διστάζει να «βγει στη πλατεία με το σώβρακο» [για να δανειστώ μια έκφραση από ένα σημείωμά του] και να αποδεικνύει έμπρακτα πως ειναι «μανούλα στην αποκαθήλωση» [από το ίδιο σημείωμα] εκθέτοντας ανώριμα και -γιατί όχι;- δευτεροκλασάτα δημιουργήματά του όπως τη Χελώνα και το δισκάκι που κυκλοφόρησε με το Δίφωνο [«Οι πρώτες ηχογραφήσεις»] ή ακόμα και το demo της Κοιλάδας των Τεμπών (βλ. Αρχειοθήκη).
Δηλαδή αυτό όλο το πράγμα, που δε παίρνει σοβαρά τον εαυτό του (πχ παραγωγή με σήμα το γάιδαρο που παραλίγο να τη λένε «χέστηκ’η φοράδα στ’αλώνι» συν τα ανέκδοτα τραγούδια), διατηρεί αυτή τη διαστροφική ντροπαλοσύνη (για να δανειστώ τον χαρακτηρισμό ενός φίλου μου) και παράγει συγχρόνως τόσο γαμάτο έργο, είναι συνδυασμός να σε στείλει αδιάβαστο στα 7.000 πόδια χωρίς αερόστατο.