Σιμούν
Ψέλνει στη Σιμωνόπετρα κι ακούγεται στον Άδη
μα οι τρομαγμένοι κάνουνε πως τάχα δεν ακούν.
Κλέβει το χνούδι απ'τα παιδιά, τα μονοπάτια σβήνει,
βαφτίζεται στην έρημο και γίνεται Σιμούν.
Στέλνει καράβια στο γκρεμό,
τον ίσκιο ξεθωριάζει,
κάνει κι εμένα φρύγανο,
μα εμένα δε με νοιάζει.
Με το 'να χέρι στη χαρά και τ' άλλο στην ομίχλη,
δεμένο με γλεντήσανε τα λαίμαργα πουλιά.
Γυρεύω την πανσέληνο να πέσει στο πηγάδι,
να κοιταχτώ, να θυμηθώ πως ήμουνα παλιά.
Να θυμηθώ, να ξεχαστώ
να γίνω ερυθρελάτη
οι ρίζες μου στον ουρανό,
τα φύλλα στο κρεβάτι.
Να βρω κι εσάς αδέρφια μου, που 'χετε ξεθυμάνει,
το φόβο και την ομορφιά να βάλουμε μαζί.
Να πλύνουμε με το κρασί τα νυσταγμένα μάτια
κι ύστερα να σαλπάρουμε στη θάλασσα πεζοί.
Και τα παρτάλια οι σκέψεις μας,
πειρατική σημαία.
¼λα στραβά γινήκανε
και όλα είν' ωραία.