Νεκρός βρέθηκε το πρωί της Κυριακής από φίλους του ο καλλιτέχνης Μανώλης Ρασούλης, στο σπίτι του στη Θεσσαλονίκη. Σύμφωνα με τα πρώτα στοιχεία του ιατροδικαστή, ο θάνατός του είχε επέλθει πριν από τέσσερις ημέρες.
Ο Μανώλης Ρασούλης γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης στις 28 Σεπτεμβρίου 1945. Γιός ενός χρυσοχόου, στα παιδικά του χρόνια έψαλε στον Πολιούχο Άγιο Μηνά. Σπούδασε κινηματογράφο στην Αθήνα και ξεκίνησε την καλλιτεχνική του πορεία τραγουδώντας ερασιτεχνικά στην Πλάκα, ενώ παράλληλα δούλευε στην εφημερίδα της αριστεράς «Δημοκρατική Αλλαγή».
Στη διάρκεια της δικτατορίας έφυγε για το Λονδίνο, όπου και παρέμεινε έξι χρόνια. Οργανώνεται στο τροτσκιστικό κίνημα, στο οποίο γνωρίζεται με την Βανέσα Ρεντγκρεϊβ με την οποία δυο φορές συνεργάστηκε σε πολιτικές παραστάσεις. Στο Λονδίνο έγινε και συνεκδότης της εφημερίδας Σοσιαλιστική Αλλαγή.
Τον Μαΐο του '68 πήρε μέρος στην εξέγερση των φοιτητών στο Παρίσι.
Λίγο μετά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου έρχεται στην Ελλάδα και η μεταπολίτευση θα τον βρει εργαζόμενο στα ναυπηγεία του Ανδρεάδη.
Τότε είναι που τον καλεί και ο Μάνος Λοϊζος και τραγουδούν μαζί τα «Νέγρικα» με την Μαρία Φαραντούρη.
Η συνεργασία του με το Νίκο Ξυδάκη στα «Δήθεν» είναι που θα τον καθιερώσει ως έναν από τους σημαντικότερους Έλληνες μουσικούς της γενιάς του, με επιτυχίες όπως το «Αχ Ελλάδα», «Οι μάγκες δεν υπάρχουν πια», «Πότε Βούδας, πότε Κούδας», «Το κοτλέ παντελονάκι», «Τίποτα δεν πάει χαμένο».
Πολλές φορές ο Ρασούλης διαφώνησε με το λεγόμενο μουσικό κατεστημένο, όπως και με τις δισκογραφικές εταιρείες και δεν δίστασε να αποχωρήσει, εκφράζοντας ελεύθερα τις απόψεις του. Θεωρήθηκε αιρετικός και εκκεντρικός και τα τελευταία χρόνια σχεδόν αποσύρθηκε από τα καλλιτεχνικά δρώμενα.
Τα τραγούδια του έγιναν γνωστά σε Ισραήλ, Τουρκία, Σερβία μέχρι και την μακρινή Ιαπωνία.