Ο Νίκος Καρούζος γεννήθηκε στο Ναύπλιο το 1926. Σπούδασε νομικά και πολιτικές επιστήμες στο πανεπιστήμιο της Αθήνας. Επί σαράντα χρόνια έζησε στην Αθήνα αλλάζοντας δεκάδες σπίτια και συνοικίες. Πέθανε στην Αθήνα το 1990. Είναι από τους ποιητές της λεγόμενης πρώτης μεταπολεμικής γενιάς [...].
Ανένταχτος και γιατί, στην πάροδο του χρόνου, φαίνεται να αλλάζει γραμμή πλεύσεως, σε κάθε περίπτωση μοναχικός. Ανεξάρτητα με τα αίτια, ο Καρούζος δεν στάθηκε από τους ευνοημένους της κριτικής. Η αναγνώρισή του ήρθε με καθυστέρηση, αλλά και τότε δεν επρόκειτο για την αποδοχή ενός κριτικού κατεστημένου [...].
Πιστός στην εικόνα του ο Καρούζος, δεν άφησε ένα τακτοποιημένο αρχείο, ούτε ταξινομημένα πρότυπα ή δημοσιεύματα· «άντε μωρέ παλιόκοσμε / που θα κάτσω / να προγραμματίσω» [...].
Ο Καρούζος ανήκει στους υπαινικτικούς και ερμητικούς ποιητές [...]. Αυθόρμητος, κάποτε υψιπέτης, διατυπώνει τις απόψεις του χωρίς περιστροφές ή υπεκφυγές. Ανεξάρτητα αν τα κείμενα είναι έργα του γραφείου ή περιπατητικής συλλογής, αποκαλύπτουν ευρυμάθεια. Ήδη από τα φοιτητικά του χρόνια ο Καρούζος δείχνει να διαθέτει καλή γνώση της ελληνικής γραμματείας, αρχαίας και νεότερης, καθώς και της γαλλικής. Στα δημοσιεύματα αφθονούν οι εύστοχες παρατηρήσεις. Ευρηματικός γλωσσοπλάστης ο Καρούζος, ενίοτε ενδίδει και στο λογοπαίγνιο. Άνθρωπος της Αριστεράς, με τις εξορίες του, ωστόσο τον καιρό της δικτατορίας δεν σιωπά αλλά δημοσιεύει και δη στη Νέα Εστία. Τότε επισκέπτεται και το Άγιον Όρος. Στη μεταπολίτευση δηλώνει αναρχοκομμουνιστής. Σύμφωνα όμως με τα γραπτά του, παραμένει δια βίου μεταφυσικός, όπως παραμένει και υπαρκτικός ποιητής, σύμφωνα πάλι με δικό του χαρακτηρισμό. Κυρίως τον απασχολούν εκείνα τα πρόσωπα που σήκωσαν το βάρος της ελληνικής παράδοσης. Ο στρατηγός Μακρυγιάννης αλλά και «ο εξαίσιος Αλεξανδρεύς» Καβάφης, που «προεξουσίασε τον καιρό μας». «Ο ριζορθόδοξος Κόντογλου» και «ο περίβλεπτος ιστορητής των νεοτέρων Ελλήνων» Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης [...].
Υπάρχουν θέματα που υπερασπίζεται εις το διηνεκές: την ποίηση, την ελευθερία και προπάντων τη γλώσσα. Πίστευε στην Ελλάδα μιας τρισχιλιόχρονης γλώσσας, εκπληκτικά πλούσιας και μεγάλης μουσικότητας [...].
Υπάρχουν όμως και καταστάσεις εναντίον των οποίων βάλλει συνεχώς· «το πνεύμα της πληροφορίας και της υλοφροσύνης», ο υπεραναπτυγμένος τεχνικός μας πολιτισμός, όπως και η επικίνδυνη επέκτασή μας επί της φύσεως. Όλα αυτά συνθέτουν έναν περίγυρο με τον οποίο βρίσκεται σε ρήξη. Επίσης αντιμάχεται τους κριτικούς, που τους θεωρεί τυφλούς, ανεύθυνους ως ανύπαρκτους [...].
Μάρη Θεοδοσοπούλου
απόσπασμα από Το ΒΗΜΑ, 04/04/1999