Μια μάνα που 'χε ένα γιο (Πέρδικα)
Μουσική: Θανάσης Παπακωνσταντίνου
Στίχοι: Παραδοσιακό της Λέσβου
Τραγούδι: Μελίνα Κανά
1
Μια μάνα πού 'χε ένα γιο
μα ήταν αλλοπαρμένη
δεν είχε την υπομονή
για να το αναθρέψει,
και στην ποδιά της το 'βαλε,
πάει να το ρεματίσει.
Στο δρόμο που επήγαινε,
στη στράτα που πηγαίνει
μια πέρδικα την απαντά,
μια πέρδικα της λέγει:
-Μωρή σκύλα, μωρή άνομη,
μωρή μαριολεμένη,
εγώ έχω δεκαοχτώ πουλιά,
πάσχω να τ' αναθρέψω;
και συ έκανες χρυσόν υγιό,
πας να τον ρεματίσεις;
2
Και στην ποδιά της το 'βαλε,
στο σπίτι της πηγαίνει;
το έβαλε στην κούνια του,
το τραγουδά και λέει:
-Γιε μου, σαν γίνεις κυνηγός,
σαν γίνεις παλληκάρι,
σαν ανταμώσεις πέρδικα,
να μην τηνε σκοτώσεις;
η πέρδικα είναι η μάνα σου
κι εγώ η μητριά σου.
Τα λόγια του τραγουδιού είναι μια παραλογή που εγώ τη γνώρισα ως νανούρισμα μέσα από το δίσκο «Λέσβος Αιολίς», συλλογή-επιμέλεια του Νίκου Διονυσόπουλου.
Θ. Π.
Η ουρά του αλόγου
Μουσική, Στίχοι: Θανάσης Παπακωνσταντίνου
Τραγούδι: Φένια Παπαδόδημα
1
Ο καβαλάρης τ' άλογο το 'χε μες στην καρδιά του.
Πού να 'βρει φίλο πιο καλό να λέει τα μυστικά του.
Το τάιζε αγριοκρίθαρο, τετράφυλλο τριφύλλι,
στολίδια είχε στη σέλα του με λαμπερό κοχύλι.
Ήταν λευκό, ήταν κάτασπρο, ήταν γοργό και ξύπνιο
κάλπαζε στα γυμνά βουνά και ξέφευγε απ' τον ίσκιο.
Μα ένα παλιομεσήμερο, σε μια συκιά από κάτω,
αστρίτης στραβογάμησε και δίνει δαγκωσιά του.
Δεν πέρασαν πέντε λεπτά μα πέρασαν αιώνες,
ο καβαλάρης το θρηνεί, χαϊδεύει τους λαγώνες.
«Σύντροφε που ξανοίγεσαι, πού χάνεσαι και φεύγεις;
Ας δώσουμε όρκο. Με καιρούς θα σ' εύρω ή θα μ' εύρεις;».
Σκυφτός γυρνάει στο σπίτι του, την πόρτα ανοίγει,
καρφώνει τα παράθυρα και στο πιοτό το ρίχνει.
Το άλογο στο μεταξύ τα όρνια το τυλίξαν;
το σκελετό και την ουρά μονάχα που τ' αφήσαν.
Περνούσε κι ένας μάστορας που 'μαθε στην Κρεμόνα
να φτιάχνει βιόλες και βιολιά που να κρατάνε χρόνια.
Είδε την τρίχα της ουράς άσπρη και μεταξένια,
την πήρε κι έφτιαξε μ' αυτή δοξάρια ένα κι ένα.
2
Δυο μήνες έκανε ο νιος ν' ανοίξει παραθύρι;
Την Τρίτη την πρωτομηνιά βγαίνει στο παραθύρι.
Εκεί 'ταν λαουτιέρηδες που θέλαν παρακάλια,
ήταν κι ένας βιολιτζής που έπαιρνε κεφάλια.
«Γεια και χαρά στον βιολιτζή. Χρήμα πολύ θα δώσω.
Θέλω ν' ακούσω απ' τα καλά μήπως και ξαλαφρώσω».
Δέκα φορές το πέρασε ρετσίνι το δοξάρι,
ταιριάζει στο σαγόνι του, τ' όργανο με καμάρι,
και σαν αρχίζει δοξαριές, μια πάνω και μια κάτω,
τον κόσμο φέρνει ανάποδα, τη γη μέσα στο πιάτο.
Πετάει με χούφτες τα λεφτά, ο άντρας και χορεύει,
ακούγεται χλιμίντρισμα και το μυαλό του φεύγει.