κλασσικά, στην Μ.
Φωτιά…
Μια αγκαλιά ζεστά κεντημένη,
στα στάχυα χορεύει κρυφά,
στην καρδιά γλυκά κοιμισμένη,
περιμένει ξανά το Νοτιά.
Σαν φυσήξει θα έρθει στα χείλη,
θα πηδήξει στο χάδι αργά
και θα φαίνονται ξάφνου οι φίλοι,
μυστικοί εραστές σε φωλιά.
Τους ξυπνάει ο οίστρος μιας φλόγας,
σε δασάκι, σε άγρυπνο βλέμμα,
σιγοκαίει ο ήχος μιας πρόβας,
μουσικών που βράζουν σαν αίμα.
Το χρώμα τους πλέκει ένας ήλιος,
μεσ’ τη δύση μιας άδικης μέρας,
σαν αστέρι, σαν ακούραστος γρύλος,
στο λιοπύρι που ξεχνά ο αέρας.
Μεθυσμένοι σαν ξύλα στο τζάκι,
ταξιδεύουν σιωπηλά στον καπνό,
σαν μικρής ηλιαχτίδας σαράκι,
σ’ ένα πλοίο που φεύγει στερνό.
¼που κι αν πάει, πάλι γυρνάει,
σε στιγμές αλησμόνητου πάθους,
και το ποτήρι της σκέψης κερνάει,
με τσίπουρο από φρούτα του δάσους.