περιοδικό: JAZZ & ΤΖΑΖ / Ιούνιος 2006
ΘΑΝΑΣΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
της τελευταίας κοινωνίας…
Εκείνο το οποίο παραξενεύει στην περίπτωση του Θανάση Παπακωνσατντίνου, που τον τοποθετεί αυτομάτως εκτός σειράς –εκτός οιασδήποτε σειράς- είναι η «αντίστροφη» διαδρομή που ακολουθεί ως καλλιτέχνης. Τι είναι το συνηθέστερον; Κάποιος, στην αρχή της καριέρας του να δοκιμάζει, να πειραματίζεται και, όσο είναι νέος, όσο είναι ακόμη νέος, να σβήνει και να γράφει, βγάζοντας (όποτε βγάζει) γλώσσα. Μετά συμβαίνει τι; Κάπου κατασταλάζει (αν προλάβει…), κάπου «γιατρεύεται», το σκουλήκι παύει να τον τρώει, μπαίνει στη σειρά και αράζει. ¸χει χτίσει ήδη μία μικρή αυτοκρατορία, ένα κοινό, κάποιους «φίλους», κάποια μέσα και το λιβάνισμα πάει σύννεφο.
Ο Παπακωνσταντίνου αυτήν την διαδρομή την αρνείται. Την ανατρέπει. Μπορεί να μην γνωρίζουμε ποιο θα είναι το επόμενο βήμα του, όμως όσα έχει πραγματοποιήσει έως σήμερα, φανερώνουν μία προσέγγιση δημιουργού που σπανίζει, πέρα από τόπους ή χρόνους. Βασικά, φαίνεται πως «υπακούει» σε μία λογική- ανατρεπτική θεωρία, που υποστηρίζει ό,τι θα ’πρεπε κανονικά να το δεχόμασταν ως αυτονόητο. Αν σέβεσαι πραγματικά όσους σε ακολουθούν, τότε οφείλεις να αδιαφορείς για τα γούστα τους. Τούτο βεβαίως, προϋποθέτει κάποιαν άσκηση. Κάποια ρίσκα, τα οποία η ίδια η επικοινωνία καλλιτέχνη- κοινού, αν το πράγμα στηρίζεται στην ανόθευτη ειλικρίνεια, θα πρέπει να τα συσσωματώνει στην πορεία. Ο Παπακωνσταντίνου, νομίζω πως έχει αποκαταστήσει ένα τέτοιο κώδικα επαφής με τον κόσμο του, κινούμενος σε… σίγουρο δρόμο. Το λέω τούτο επειδή, εκ πρώτης, μπορεί να φανεί σε ορισμένους ότι αδιαφορεί από θέση ισχύος –ως τάχα υπερφίαλος τραγουδοποιός, η «άρνηση» του οποίου μετεξελίσσεται σε «καραμέλα». Δεν είναι έτσι. ¼ταν ανέφερα, λίγο πιο πάνω, τα περί αδιαφορίας δεν εννοούσα αυτό, αλλά τη δύναμη που σου παρέχει ένα πεπαιδευμένο κοινό να το έχεις διαρκώς στην πρίζα.
«Η Βροχή Από Κάτω» [Lyra] μοιάζει να είναι η φυσική συνέχεια όσων προηγήθηκαν. Και δεν εννοούμε μόνον της «αγρύπνιας» ή του «βραχνού προφήτη», αλλά και των «λαφύρων» ή της «αγίας νοσταλγίας». Υπάρχει δηλαδή μία λογική σειρά μέσα στον… παραλογισμό της, που σε κάνει να νοιώθεις μονίμως οικείος μ’ εκείνο που κάθε φορά συμβαίνει. Κάποιοι θα πουν, αν δεν το έχουν πει ήδη, πως ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου έκανε ένα εγωκεντρικό, «δύσκολο» άλμπουμ. Για το πρώτο απαντήσαμε ήδη. Για το δεύτερο, θα πούμε πως το κριτήριο για να είναι κάτι «δύσκολο» δεν είναι το αν μπορεί να ακουστεί ή όχι στο ραδιόφωνο. Πολύ σημασία δίνουμε εν τέλει στο τι θα παίξει ο κάθε σταθμός, λες και ο παραγωγός που θα μεταδώσει την «Βάλια Κάλντα» ή το «μου ’κλασες τα… τέτοια κύριε μοίραρχε» θα έχει πράξει κάτι το επαναστατικό. Μπορεί και να το ’θελε βεβαίως… αλλά μην τρελαθούμε κιόλας. Πρόκειται για απλά, μέσα στην φιλοσοφία τους κομμάτια, που ακούγονται χωρίς πρόβλημα οποιαδήποτε ώρα της ημέρας (ή της νύχτας). Τώρα, αν το «ελεύθερο» ραδιόφωνο κατάντησε να λειτουργεί με αντιλήψεις θεοκρατείας –όποιος μεταδώσει Γιάννη Χρήστου (λέμε τώρα) του παίρνουμε το κεφάλι- τότε εντάξει, ακόμη κι ένα τραγούδι του Παπακωνσταντίνου μπορεί να είναι «πράξη αντίστασης».
Για να τελειώνουμε… πριν ολοκληρώσουμε. Ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου έκανε για ακόμη μία φορά ένα άλμπουμ εκτός σειράς. ¸να άλμπουμ σπαρακτικό, ατίθασο, παγανιστικό, αυθόρμητο μέσα στο σχεδιασμό του, έξω από τα τετριμμένα, τα κοινότοπα και τα εμμετικά της εγχώριας παραγωγής. Θα το χαρακτήριζα επίσης παιδικό, υπό την έννοια ότι κυκλώνεται από την… κληρονομιά της μήτρας. Περαιτέρω, είναι ένα άλμπουμ μνήμης (όχι νοσταλγίας) αναφορικώς με μια κοινωνία (την τελευταία κοινωνία) που έσβησε, πριν ζήσει το μετασχηματισμό της –την αλλαγή ως εφιάλτη της δηλαδή. Και ακόμη ένα άλμπουμ αμόλυντων, υποσυνείδητων φωνών. Φωνών της φύσης, των ανθρώπων, των πραγμάτων, των καταστάσεων…
Χρειάζεται θάρρος για ν’ ακούσεις τη «βροχή από κάτω»; Εξαρτάται. Αν ως θάρρος λογίζουμε την ικανότητα να βλέπεις πριν από τα μάτια, τότε ναι. Χρειάζεται.
Φώντας Τρούσας
Εμφανίσεις: Λυκαβηττός 23/6, Θέατρο Δάσους 29/6