Του Καρυωτάκη ο στερνός, ωραίος κρότος
Στις 21 Αλωνάρη του 1928,
αυτοπυροβολήθηκε ο Κώστας Καρυωτάκης. . .
Το καλοκαίρι εκείνο του \"είκοσι οχτώ\"
-και μάρτυράς μου ο περήφανος ο Άθως
που 'ναι σπαρμένος, χρόνους χίλιους εκατό,
με τ' αφανέρωτο, των καλογήρων Πάθος-
είκοσι μία τ' Αλωνάρη, Κυριακή,
την ώρα που 'ψελνε ο παπάς \"πλάγιο πρώτο\",
μες στου χωριού μου τον ναϊσκο οι χωριανοί,
του Καρυωτάκη τον στερνό γρικήσαν' κρότο !
Τρίξαν' στο τέμπλο οι εικόνες-σάπιες και παλιές-
σβήσαν μεμιάς κεριά, καντήλια και λαμπάδες,
σταυροκοπήθηκαν σκιαγμένες οι γριές
κι αλαφιασμένοι κοιταχτήκαν οι παπάδες !
Και τ' Αρχαγγέλου στην Ωραία-ζερβά-την Πύλη,
γιόμισε μ' αίματα, το ξέθωρο τ' αχείλι !
Απόξω φύσηξε βοριάς απ' τα βουνά,
μα στου πατρός μου την ψυχή, δροσιά απ' τον Νότο,
καθώς μικρός στην εκκλησιά, ετών εφτά,
σαν κάτι να 'δε μες στου Ποιητή τον κρότο !
...........................................................
Κι όπως μεγάλωνε, στα μάτια του βαθιά,
δυο αηδονάκια λειώναν' στου καημού τα βρόχια
κι ήταν οι Μάηδές του δίκοπα σπαθιά
κι οι Πασχαλιές του πυρκαγιές και πρωτοβρόχια.
............................................................
ΚΙ ύστερα, βγήκε με τον Άρη, στο κλαρί,
ώσπου ένας άγγλος λίβας φύσηξε απ' τον Νότο.
Μα αυτός στο αίμα του, ηύρε άστρο κι αντοχή !
Στου Καρυωτάκη τον θανατερό τον κρότο !
............................................................
Πικρά σταυρώθηκε, μα δάγκωσε τα χείλια
κι έκανε υπομονή κι έκανε και φαμίλια.
Καιρός αψύς, στο αίμα αγκάθι και γυαλί,
χρόνια 'λαφάκια στα ρουμάνια ολομονάχα
κι η Πρέβεζα η παλιά σαν άσβηστο κερί,
να καίει στο σπίτι, όπως το 'θελε ποιος τάχα ;
.................................................................
Πάει κι ο πατέρας . . . Στ' ανθισμένο, εχώθη βάθος,
να βρει μονάχος τι είν' αλήθεια και τι λάθος. . .
....................................................................
Κι εγώ που τώρα είμαι στη Δύση μακριά,
από 'να αλλόκοτο της Τύχης μου παιχνίδι,
του Φόβου χάρτινα τα βλέπω τα σπαθιά,
και σαύρα αδύναμη, της Μοίρας μου το φίδι !
Γιατί, απ' τα ερέβη, ο πατέρας τα γλυκά,
στέλνει νυχτόημερα με τ' άνεμου το χνώτο,
αυτόν που ακόμα ηχεί στο αίμα του βαθιά
και που τον κράτησε Θλιμμένο Βασιλιά
κι αντάρτη ισόβιο στου νου του τα βουνά,
του Καρυωτάκη τον στερνό, ωραίο κρότο. . .
Κι έτσι υπόκωφα η μπερέτα όπως βροντά,
και πέφτουν ξέψυχοι του Θάνατου οι διαβόλοι,
στα μάτια μου ανθίζει η Πρέβεζα η παλιά,
αυτή που τόσο θα 'θελα να ζήσω πόλη !
Και μάρτυράς μου ο περήφανος ο Άθως,
ένα τρελό, ανθισμένο αν δεν είμαι Λάθος.
¸να α-ξαργύρωτο μα κερδισμένο ΛΟΤΟ,
στου Καρυωτάκη τον στερνό, ωραίο κρότο ! !