...Συνέχεια...
Ο καπετάν Ίκαρος, ο παππούς του Κρίτωνα έδενε τα σεντούκια με το μετάξι όταν μια μικρή αχτίδα φωτός εμφανίστηκε μέσα στο νερό, μερικά μέτρα κάτω και πίσω από την τράτα. ¸να χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπο του καπετάν Ικάρου όταν με την άκρη του ματιού του την είδε. ¸δεσε σφιχτά τους δύο τελευταίους κόμπου και πήρε μια βαθιά ανάσα. ¸λυσε τους κάβους και ξεκίνησε το κουπί για τ' ανοιχτά.
¼σο φθάνανε στην μέση του πελάγους τόσο μεγάλωνε και το λαμπερό φως από κάτω από την τράτα. ¸να ρίγος κυρίευσε τον Κρίτων και έμεινε αποσβολωμένος να κοιτά το φως. Η παλάμη του αριστερού χεριού του παππού του ακούμπησε τον ώμο του Κρίτωνα για να τον καθυσηχάσει.
\"Μην φοβάσαι...\" του είπε \"... ήρθε η ώρα να σου συστήσω μια φίλη μου, την Βερενίκη\".
Τα κύματα γύρω τους άρχισαν να χτυπάνε σαν τρελά, το ένα πάνω στο άλλο, το λαμπερό και τεράστιο πλέον φως είχε φτάσει κάτω από την βάρκα.
Η μικρή βαρκούλα σαν γλαροπούλι άφησε την ζεστασιά του πελάγους και ξεκίνησε για τ' ανοιχτά τ' ουρανού αυτήν την φορά. Πάνω στην Βερενίκη, η τράτα έμοιαζε σαν ένα παλιό περσικό χαλί. Πάνω στην πλάτη του όμορφου εκείνου κομήτη....
Ο Κρίτων ένιωσε την καρδιά του να χαμηλώνει το βλέμμα της και να προσκυνά την ομορφιά της Σελήνης, να χορεύει στον ρυθμό που χορεύανε τα κύματα λίγο πριν απογειωθούν και να γίνεται και αυτή ένας 'αλλοπαρμένος ταξιδευτής'. Βγάζει έναν αναστεναγμό και τον αφήνει να κυλήσει στ' αστέρια.
\"¸λα χάιδεψε τα μαλλιά της....\" ο Κρίτων είδε τον παππού να δείχνει την ουρά του ξανθού κομήτη. Πριν προλάβει ο Κρίτων να σχηματίσει τον φόβο του σε λέξεις ο καπετάνιος τον διακόπτει, \"...απλά άπλωσε το χέρι σου, μην φοβάσαι, θα δεις είναι πολύ απαλά\".
Κι έτσι έγινε, ο Κρίτων ήταν σαν να βρίσκεται στο δικό του παραμύθι, πέταγε στον ουρανό παρέα με τον παππού που δεν γνώρισε ποτέ και χάιδευε τα μαλλιά ενός ξανθού κομήτη που τους πήγαινε προς την όμορφη Σελήνη. Η Βερενίκη, η όμορφη κομήτης και παλιά φίλη του καπετάν' Ικάρου, άρχισε να σιγοψιθυρίζει τον ρυθμό από ενα τραγούδι...
η Αμφιτρίτη πιάνει έναν παλιό τζουρά που ήταν ακουμπισμένος στα σεντούκια ...
και ο καπετάν' Ίκαρος πιάνει το τραγούδι....
και ύστερα όλοι μαζί...
...
***
Το πρωινό φως του ήλιου χτύπησε βάρβαρα τα μάτια του Κρίτων αλλά η μυρωδιά του πρωινού τον γαλήνεψε.
\"¸λα Κρίτωνα αγάπη μου, θα αργήσεις για το σχολείο.\" Αυτή η τόσο συνηθισμένη φράση ήταν που τον ξεπαραμύθεψε και τον έκανε να ανοίξει μια και καλή τα μάτια του. Ντύθηκε γρήγορα και έτρεξε προς το πρωινό του.
\"Μαμάααααααά, να σε ρωτήσω κάτιιιιιιιιιι.\"
\"Τι είναι Κρίτων μου.\" η μητέρα του φανερά απασχολημένη να πλένει τα πιάτα, ούτε που γύρισε να κοιτάξει τον ξανθό της γιο.
\"Τι δουλειά έκανε ο παππούς Ίκαρος;\" ακούστηκε ο ήχος δύο πιάτων να ακουμπάνε μεταξύ τους και η μητέρα του Κρίτωνα γύρισε και τον κοίταξε.
\"Ήταν ένας από τους καλύτερους ναυτικούς, είχε ταξιδέψει σε όλον τον κόσμο. ¸φερνε ξέρεις τα καλύτερα υφάσματα από την Ανατολή. Κοίταξε να δεις....\" χαζεύει για λίγο έξω από το παράθυρο \"... και νομίζω ότι τον είδα όνειρο εχθές το βράδυ...\"
Η μητέρα του γύρισε ξανά το κεφάλι της και συνέχισε το πλύσιμο των πιάτων. Ο μικρος οκτάχρονος μπόμπιρας έσκασε ίσως ένα από τα μεγαλύτερα χαμόγελα που μπορούσε, υποσχέθηκε στον εαυτό του να ζει για πάντα το παραμύθι του και να ρίχνει εκείνη την νεραϊδόσκονη μες στο γάλα του.
Στο μυαλό του ήρθε ένα παλιό τραγούδι...
\"Ωρέ, η βάρκα μας, γκιόσα!
Ωρέ, η κουρελού, γκιόσα!
Ρε, πότε εδώ και πότε αλλού,
μες στα πελάγη του ουρανού,
Ωρέ, πότε εδώ και πότε αλλού
η σελήνη μας η κουρελού.\"
ΤΕΛΟΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙΟΥ