*Ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου και «Η βροχή από κάτω»
Αποδομεί τη μουσική αλλά ...«αβάν-γκαρντ» δεν είναι
«Η βροχή από κάτω». Ηδη από τον τίτλο ο καινούργιος δίσκος («Λύρα») του Θανάση Παπακωνσταντίνου φανερώνει τις προθέσεις του. «Προσπάθησα -ενδόμυχα- να προσεγγίσω το παράδοξο», γράφει στο σημείωμά του ο Λαρισαίος μουσικός. «Δύσκολος δίσκος για τα ραδιόφωνα», μας προκαταλάμβανε κι ένας παραγωγός κατηφορίζοντας χθες την Κολοκοτρώνη για την πρώτη ακρόαση μιας δουλειάς, που φτάνει τέσσερα χρόνια μετά την «Αγρύπνια». Ναι, δύσκολος. Για την εποχή που βασιλεύει το τραγούδι μιας χρήσης και που πολλοί δημιουργοί αναμασούν βιαστικά την επιτυχία τους με την κάννη της δισκογραφικής τους εταιρείας στην πλάτη.
Αλλά ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου είχε εξαρχής το πείσμα να διεκδικεί τον χρόνο που χρειάζεται για να εξελίσσει το προσωπικό του μουσικό ιδίωμα, με την εμμονή του ζωγράφου που ξεκινά από την παραστατικότητα για να ανακαλύψει την αφαίρεση.
Δεν είναι τυχαίο ότι παραμένει στη Λάρισα, δίνει σπάνια συνεντεύξεις, δεν μιλάει πολύ και στην προσωπική επαφή ο τρόπος του βρίσκεται τόσο στον αντίποδα των δημοσίων σχέσεων, ώστε να αναρωτιέσαι αν είναι ψυχρός ή ντροπαλός. Τον «ξεκλειδώνουν» οι δίσκοι του. Και όσο πιο «δύσκολοι» είναι τόσο περισσότερο ανακαλύπτει κανείς τις διαθέσεις του.
Δεκατρία κομμάτια κι ένα «κρυφό», παιγμένα ζωντανά στο στούντιο ή «εργαστηριακά» στο κομπιούτερ, περιλαμβάνει αυτή η δουλειά, που βάζει κι ένα ερωτηματικό στην κατάταξη του Παπακωνσταντίνου στους «τραγουδοποιούς». Πιο μουσικός από ποτέ αλλά και πιο αποφασισμένος από ποτέ να αποδομήσει τη μουσική φόρμα σ' ένα σύμπαν κάθε λογής ήχων. Από τη φωνή του Νίκου Καρούζου στα δικά του «Σύντομον» και «Credo» μέχρι το γέλιο της Μάρθας Φριτζήλα. Από βυζαντινές μνήμες μέχρι τα «ξεκούρδιστα» πνευστά της τζαζ, τις μνήμες της Ανατολής, τα σκοτάδια της ροκ παράδοσης, τις ηλεκτρονικές «λούπες» και το αποστειρωμένο ηχητικό περιβάλλον ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή.
Το 'λεγε και ο ίδιος χθες: τα ηχητικά στοιχεία του είναι «σαν δομικά υλικά που παίρνει κανείς από ένα γκρεμισμένο σπίτι». Στο αβάν-γκαρντ σπιτικό του τα υλικά αυτά δεν χάνουν την αυτονομία τους. Από το απολύτως εικαστικό «περιτύλιγμα» του δίσκου μέχρι και το άκουσμά του, τα υλικά είναι εμφανή, είναι ετερόκλητα αλλά λειτουργούν και υπέρ μιας ομοειδούς ατμόσφαιρας που έχει κάτι το απόκοσμο, το οικείο, το εγκεφαλικό και το χοϊκό ταυτόχρονα.
Ο ίδιος, πάντως, δεν δέχεται ότι είναι αβάν-γκαρντ: «Οχι, δεν είμαι μπροστά εκεί που χρειάζεται να σκάβεις το λάκκο. Θεωρώ άλλωστε ότι πάντα χρειάζεται το παλιό ως εστία».
Οπως η μουσική του δεν είναι ακριβώς μουσική, αλλά ένα μουσικό «τριπ», έτσι και τα τραγούδια του δεν είναι ακριβώς τραγούδια. Δεν έχει στίχους, κουπλέ και ρεφρέν εδώ. Εχει όμως τη Sara: «Κι όμως εσύ Sara δεν φοβάσαι τα φρούτα του πάθους, κυλά το δηλητήριο στο σώμα σου Sara κι όπου να 'ναι σου χαρίζει τα μαύρα φτερά...». Κι έχει ακόμα από ένα τραγούδι για τα «Μολύβια των Μαραγκών» μέχρι μια παραλλαγή της «Αϋπνης πόλης» του Λόρκα. «Τα τραγούδια, λέει, είναι ευθύβολα, αλλά βάζουν όρια. Σου δείχνουν το δρόμο να βαδίσεις...».
Είναι σαφέστερο από ποτέ ότι ο Παπακωνσταντίνου θέλει να μας κάνει να χάσουμε τον (πεπατημένο) δρόμο. Αλλωστε σ' αυτό το γεμάτο ένταση, άγριο και σκοτεινό «σάουντρακ», που μόλις παρέδωσε στην κυκλοφορία, ασφαλής οδηγός είναι μόνον οι συνειρμοί. Ο δίσκος ακούγεται ολόκληρος. Το είπε και ο ίδιος μιλώντας για «κομμάτια που δεν ακούγονται χωριστά, αλλά μαζί, και μάλιστα κατά μόνας».
Από την Ελευθεροτυπία....