Στην τελευταία πρόβα της 23 Γενάρη, του Διονύση και του Θανάση, δειλά-δειλά μια παρέα φώναξε αδύναμα το σύνθημα «το πάθος για τη λευτεριά είναι δυνατότερο απʼ όλα τα κελιά». Πρόκειται για τον απόηχο μιας «παράξενης» συνήθειας συντρόφων και συντροφισσών να φωνάζουν συνθήματα του δρόμου, των διαδηλώσεων και των εκδηλώσεων του «χώρου», σε μαγαζιά και δημοτικά αμφιθέατρα, προσδίδοντας σε χώρους αναπαραγωγής του θεάματος χαρακτηριστικά κοινωνικής ζύμωσης. Σε όλον αυτόν τον συγκερασμό θυμικού και πολιτικού από μεριάς του «κοινού», η ανταπόκριση του καλλιτέχνη Θανάση ήταν οι γλυκές αφιερώσεις. Οι αμοιβαίες φιλοφρονήσεις προσέδιδαν λοιπόν μια κοινωνική νομιμοποίηση ενός κώδικα μεταξύ κοινού και καλλιτέχνη που υποτίθεται ότι σάρκαζε, αλλά στην ουσία «εθελοτυφλούσε» μπροστά στους θεαματικούς όρους, στην ίδια τη συνθήκη της επικοινωνίας, στα ολοφάνερα όπλα της αλλοτρίωσης.
¼λο αυτό το κοινό περίμενε τον τελευταίο καιρό μια στροφή από τον καλλιτέχνη προς την «κουλτούρα των συνθημάτων», προς τα «παιδιά που εξεγείρονται», μια και αυτός αναμφισβήτητα έχει κατοχυρώσει και την κοινωνική αποδοχή αλλά και την υλική υποδοχή για μια τέτοια επιλογή. Και όμως. Η επιλογή του Θανάση Παπακωνσταντίνου ήταν η σαφής απόρριψη οποιασδήπτε τέτοιας προσδοκίας. Πρόκειται για ακόμη ένα πράδειγμα της «κλασσικής» πορείας των καλλιτεχνών προς την αυτοπραγμάτωση, προς τον καλλιτεχνικό «πειραματισμό», χωρίς «ιδεολογικές αγκυλώσεις». Τίποτε, ωστόσο, δεν πρέπει να αποτελεί έκπληξη. Τον Μάρτη του 2006 σε μια συνέντευξή του στην «Καθημερινή» και στην ερώτηση γιατί θεωρεί τον Σαββόπουλο ανώτερο του Χατζηδάκι και του θεοδωράκη διατύπωνε: «Μπορώ να υποστηρίξω ότι ο Σαββόπουλος είναι πιο ολοκληρωμένος δημιουργός –μουσική, λόγια, ερμηνεία- και μέχρις ενός χρονικού σημείου με εντυπωσιακά λίγες άνισες στιγμές. Πρέπει επίσης να παραδεχτώ ότι από ένα σημείο και μετά, γίνονται εξίσου εντυπωσιακά πολλές αυτές οι άνισες στιγμές». Ιδού λοιπόν η συνειδητή επιλογή του καλλιτέχνη να πάρει τη θέση του στις άνισες στιγμές (sic) του Διονύση. Πιθανόν να θεωρεί ότι ο ίδιος θα αποτελεί ένα θετικό πρόσημο στις βαυκαλιστικές παλλινδρομήσεις του «μουσικού εθνάρχη». Το σύνθημα όμως στην πρόβα ήταν ήδη πολύ αδύναμο, αποτυπώνοντας το μέγεθος της δυσφορίας, αποτυπώνοντας την «προδοσία» των χρόνια αυταπατώμενων, ωστόσο, προσδοκιών.
Τώρα τα κολπάκια με την ταυτόχρονη κυκλοφορία του καινούργιου δίσκου και έναρξης των εμφανίσεων στο μαγαζί, είναι απλές εμπορικές συνήθειες του κόσμου των Διονύσηδων και των –επιτέλους πιο ξεκάθαρων δεν γίνεται- Θανάσηδων. Ας μην επεκταθούμε επιπλέον και σε πρόσφατο δημοσίευμα για τους ανεκδιήγητους αστεϊσμούς μεταξύ παρέας \"αντιεξουσιαστών\" και Γιωργάκη Παπανδρέου στην μπάρα του μαγαζιού για το ποιός είναι αυθεντικός αντιεξουσιαστής.
Πρόκειται για απλές ασκήσεις ευτελισμού...
...Ωχρα Σπειροχαιτη....