Από τον εξαιρετικό (για μία ακόμη φορά) Ν. Ξυδάκη... Στο σημερινό φύλλο της Καθημερινής...
Eνα Βλεμμα
Το Κοινό και το Κύριο
Tου Νικου Γ. Ξυδακη
«Π οιος μας γηροκομεί / τη σήμερον ημέρα, / ψηστιέρα, καρβουνιέρα, / μούσα δεκεμβριανή. / Πολέμησα καιρό / σε όλα τα πεδία / και με τυφλή μανία / ξέσκιζα τον εχθρό. / Τώρα με χειρουργεί / η αλλήθωρη νεολαία, / μια τσογλανοπαρέα, / που κάνει κριτική.»
Οταν το πρωτάκουσα, στον πλακιώτικο Ρήγα του 1976, ήμουν έφηβος· είδα την παράσταση δύο βραδιές μονορούφι κι έβγαινα στην παγωνιά κατάπληκτος, μαγεμένος. Είχα βυζάξει Μπάλο και Μαύρη Θάλασσα, μ’ αυτά μεγάλωνα, μαζί με Μπόουι και Χέντριξ, αλλά δεν είχα δει ποτέ λάιβ αυτόν τον τροφό.
Πολλά χρόνια αργότερα, σε μια από τις μεταμορφώσεις του Διονύση Σαββόπουλου, σ’ ένα γιγανταιώρημα, στάθηκα απέναντί του, αλλήθωρη νεολαία, τσόγλανος που κάνει κριτική. Ημουν σκληρός, σαν προδομένος γκόμενος· χειρότερα, σαν προδομένος από τον μεγάλο φίλο της εφηβείας μου. Κι ύστερα, με τα χρόνια, όταν επιτέλους τέλειωσε το βάσανο της μακράς εφηβείας, μεσήλιξ πια, στις υπώρειες της λεωφόρου Αλεξάνδρας, ένιωσα πάλι να με διαπερνά ηλεκτρισμός, άλλος πια. Τότε κατάλαβα ότι αυτές οι παλιές αγάπες δεν καταλύονται ποτέ, δεν καταλύεται το κύτταρο.
Προχθές, στην Πέτρου Ράλλη, τριάντα χρόνια από την μυητήρια μάγευση, στα πρώτα μέτρα της Μούσας Καρβουνιαρούς, η συγκίνηση έδωσε τη θέση της στην επίνοια: Ο Διονύσης Σαββόπουλος είναι ιστορικό πρόσωπο, εκφράζει μισό αιώνα βίου, εφήμερου και αιώνιου, εκφράζει τον καιρό, είναι κλασικός. Και είναι πάντα δραστικός.
Δεν μ’ ένοιαζαν πια η ορχήστρα, η ερμηνεία, ο ήχος, ο ηλεκτρισμός· βλέποντας τον Σαββόπουλο, τον μεγάλο φίλο, πλάι στον συνομήλικο φίλο, τον Θανάση Παπακωνσταντίνου, έβλεπα την Ιστορία, έβλεπα την Ελλάδα του βίου μου: μισός αιώνας ξετυλιγόταν συμπαγής, με ουλές, τραύματα, θριάμβους, με στεναγμούς και γέλια, με γεννητούρια και σαντούρια, με θλίψεις και αναδιπλώσεις, με τον έρωτα να σκέπει και να λυγίζει, κι ο χρόνος να πυκνώνει, να πυκνώνει, να πυκνώνει.
Εκρηκτικός και αυστηρός, αρχαίος δαίμων, ο ένας. Ανθρωπος του ’65 και του ’74, του ’81 και του ’89, ηχείο παντός καιρού, σάμπλερ του ραπ και του γκράφιτι· προφήτης. Προφήτης; Ναι, οιωνοσκόπος. Μα κυρίως ποιητής. Ριψοκίνδυνος και δραστικός· απ’ τους δραστικότερους στη μεταπολεμική Ελλάδα.
Η νεολαία είχε πάει για τον «Θανάση», για τον σκοτεινό λυρισμό του ή για τα λαϊκά του. Αλλά πώς ηλεκτριζόταν με τα τραγούδια του Σαββόπουλου, γραμμένα τριάντα και σαράντα χρόνια πριν... Πολύτιμα μέταλλα, έλαμπαν όπως το Purple Haze και το Κashmir στους αποχαιρετισμούς της ορχήστρας.
Ανθρωπος της μεταπολιτευτικής ευαισθησίας, ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου. Με δύο πρόσωπα ο λυρισμός του: Εσωστρεφής, λόγιος και μελαγχολικός, αφενός, αλλά και δημώδης, λαϊκός, βουτηγμένος στη ζωή, αφετέρου· μετεωριζόμενος ανάμεσα στον ηλεκτρισμό, το sampling, τα πνευστά, το ambient, την μπουζουκομάνα και τους δεκαπεντασύλλαβους.
O Σαββόπουλος προϋποθέτει τον Παπακωνσταντίνου, έτσι το βλέπω σήμερα. Και η συνάντησή τους επί σκηνής, κάτω απ’ τον προβολέα, είναι δυνητικά ιστορικής σημασίας· όχι μόνο γιατί συναντιούνται δυο συνεχόμενες γενιές, απ’ το ’60 έως σήμερα, όσο γιατί συναντιούνται δύο σπουδαίοι δημιουργοί, δύο σημαίνουσες προσωπικότητες, που εξέφρασαν τις διαδοχικές εποχές και τις μεταβαλλόμενες ευαισθησίες.
Ο καθένας απ’ τους δύο μιλάει σε διαφορετικά, επικαλυπτόμενα εν μέρει ακροατήρια, με διαφορετικούς, καίτοι παρόμοιους τρόπους. Και οι δύο όμως μαζί επί σκηνής, προσλαμβάνουν άλλο δυναμικό, πολλαπλασιάζονται, και το γινόμενό τους ερεθίζει απρόβλεπτα: από ένα σημείο κι έπειτα, δεν ακούς τραγούδια, δεν προσέχεις μουσικές, δεν κρίνεις ιδιοσυγκρασίες, αλλά αναστοχάζεσαι σύνολα: πού βρίσκεσαι εσύ μέσα σε αυτή την αφήγηση, πώς πορεύεται η ζωή σου, πώς πορεύεσαι απ’ τον προσωπικό χρόνο στον ιστορικό, από το πυρακτωμένο μικροπεδίο της συγκίνησης στο αφαιρετικό μακροπεδίο της σκέψης, πώς αναγνωρίζεσαι στους άλλους, πώς αναγνωρίζεσαι μαζί με άλλους.
Αυτή την ικανότητα την είχε πάντα ο Σαββόπουλος: συντήκει συναίσθημα, σκέψη, αισθητική, και φτιάχνει ένα κράμα ολότελα διαφορετικό από τα πρωτογενή υλικά: τραγουδάει τον κόσμο, ό,τι περιρρέει άμορφο, κοινότοπο και ημιορατό γύρω μας, και τραγουδώντας τον, τον μεταμορφώνει, του δίνει φόρμα, βάθος, αποχρώσεις, νόημα· κάνει τον κόσμο δραματικό και ταυτόχρονα οικείο.
Σε αυτό τη σκολιά, πλην συναρπαστική, οδό περπατάει από καιρό και ο Παπακωνσταντίνου· είναι πια ο μεγάλος φίλος των νεότερων, ειλικρινής και γυμνός, άγρυπνος και ελαφροΐσκιωτος, τούς αφηγείται παλιές ιστορίες με νέο ντύμα.
Οι δύο μαζί μας φανερώνουν τον βίο συμπαγή και υπόκωφο.