Γιατί δίνετε ελάχιστες συνεντεύξεις;
Δεν είναι τόσο ελάχιστες όσο φημολογείται. Η αλήθεια πάντως είναι ότι είμαι διστακτικός για πολλούς λόγους. Θα πω μερικούς για να μη δίνεται η λαθεμένη εντύπωση ότι το κάνω γιατί είμαι σνομπ και καβαλημένος.
α) Δυστυχώς δεν είμαι διανοούμενος, ο οποίος παράγει δικές του πρωτότυπες σκέψεις και μπορεί με καθαρότητα και σωστή χρήση της γλώσσας να πει ενδιαφέροντα πράγματα. Είμαι χωριατόπαιδο με τυπική σκέψη και ειδικά στον προφορικό λόγο πολύ φτωχός. Αυτό με βοηθάει στα τραγούδια, γιατί η συναισθηματική μου άβυσσος αποκτάει μια λαϊκότητα, αλλά όχι στις συνεντεύξεις. Μάλιστα με τρόμο διαπιστώνω ότι με το πέρασμα του χρόνου ξεχνάω λέξεις ή και την ορθογραφία τους.
β) Συνήθως, οι ερωτήσεις που μου απευθύνονται δεν διαφέρουν και πολύ από συνέντευξη σε συνέντευξη, με αποτέλεσμα να επαναλαμβάνομαι και να νοιώθω γελοίος.
γ) Ακόμη, το ότι παράγει κανείς κάποιο έργο δεν τον κάνει κατ’ ανάγκη και σοφό δημογέροντα. Πολλοί δημιουργοί είναι άχρηστοι εγωπαθείς, ανάξιοι του έργου τους. Γιατί λοιπόν να στρέφονται τα φώτα σ’ αυτούς κι όχι σε κείνους, που προσφέρουν, χωρίς να το ξέρει κανείς, κάτι περισσότερο από την τέχνη τους, την ίδια τη ζωή τους για τους άλλους;
δ) Αμφιταλαντεύομαι, δεν είμαι πάντα σίγουρος γι’ αυτά που κάνω, οπότε πως να τα υποστηρίξω σε μια κουβέντα που πολλές φορές γίνεται για τη στήριξη κάποιων εμφανίσεων ή ενός νέου δίσκου;
Το μέγεθος και η αγάπη του κοινού σας θα επέτρεπε να παίξετε σε κάποιο κλειστό χώρο για αρκετό διάστημα. Τα τελευταία χρόνια όμως έχετε αποφύγει κάτι τέτοιο. Υπάρχει συγκεκριμένος λόγος;
Βαριέμαι εύκολα τα τραγούδια μου. Πάνω από δύο-τρεις μέρες συνεχόμενες δεν μπορώ να τα υποστηρίξω, υπό ομαλές συνθήκες. Επειδή δεν μ’ αρέσει να υποδύομαι, αυτό κάνει μπαμ στον κόσμο και είναι άδικο και προσβλητικό γι’ αυτόν. Αν νοιώσω κάτι τέτοιο καταφεύγω στο αλκοόλ (σπανίως πίνω εκτός δουλειάς), που ευτυχώς μου φέρνει πάντα καλή διάθεση, εξοβελίζω τον βουτηγμένο στη ματαιότητα Θανάση και μπορώ να τραγουδήσω με αγνότητα τα τραγουδάκια. Δεν θα γίνω και αλκοολικός όμως για την τέχνη. Και επίσης σκέφτομαι και τους συνεργάτες μουσικούς. Αν εγώ που τα έβγαλα τα βαριέμαι τι να πουν και αυτοί που δεν είναι δικά τους. Δεν θέλω να χαθεί η δροσιά του πράγματος. Κι έτσι, πιο αραιά κι αγαπημένα. Τον επόμενο χρόνο μάλιστα σκέφτομαι την αγρανάπαυση.
Στις συναυλίες της επαρχίας νιώθετε πιο άνετα;
Το ρωτάς μάλλον επειδή μεγάλωσα και ζω εκεί. Στη βιωματική κατάσταση των εμφανίσεων όμως δεν υφίστανται τέτοια στερεότυπα. Συμμετέχουν πολλοί παράγοντες, εσωτερικοί και εξωτερικοί, και το αποτέλεσμα είναι συνήθως αναπάντεχο. Πολύ χοντροκομμένα μόνο, μπορώ να πω ότι στην Αθήνα ο κόσμος-επειδή έχει πολλές επιλογές στη διάθεσή του- είναι πιο συνειδητός στην έξοδό του. Στην επαρχία ένα ποσοστό πηγαίνει σε μία εκδήλωση έτσι για τη χαρά της εξόδου, για να ξεσκάσει, χωρίς κατ’ ανάγκη να γνωρίζει το έργο εκείνου που εμφανίζεται. Κάποιες φορές αυτό δημιουργεί μια αμηχανία αλλά είναι και μια πρόκληση για τον καλλιτέχνη, να μπορέσει να τους κερδίσει.
Τι θέλετε να πείτε σε κάποιον που θα σας δει για πρώτη φορά στις παραστάσεις που ετοιμάζετε στο Γυάλινο και τι θέλετε να πείτε σε κάποιον που σας ακολουθεί χρόνια;
Γυαλιά καρφιά στο Γυάλινο.
Το κοινό και οι δημοσιογράφοι έχουν μια τάση να χωρίζουν τους καλλιτέχνες, πότε εύστοχα και πότε άστοχα, σε δημιουργικές περιόδους. Εσείς έχετε κάνει τέτοιο διαχωρισμό για το μέχρι σήμερα έργο σας;
Αυτή η ερώτηση αγαπητέ Μιχάλη είναι από εκείνες τις γνωστές των δημοσιογράφων που κάπου στο βάθος κρύβεται ήδη η άποψή τους. Θα ήθελα λοιπόν, σ’ αυτό το σημείο, να την παραθέσεις χωρίς δισταγμό, όποια κι αν είναι.
Διακρύνω μια καχυποψία. Ίσως να σας την έχει δημιουργήσει ο χώρος μας. Πραγματικά δεν υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος διαχωρισμός στο μυαλό μου. Ρωτάω να μάθω μήπως υπάρχει στο δικό σας. Καταλαβαίνω όμως, από την απάντησή σας ότι αφήνετε ανοιχτό το ενδεχόμενο ο διαχωρισμός σε δημιουργικές περιόδους να είναι αυτός που ο καθένας έχει στο μυαλό του.
Θεωρείτε ότι ο Ελάχιστος Εαυτός δικαιώνει κατά κάποιο τρόπο το δίσκο Βροχή από κάτω, (από τον οποίο φαίνεται να έχει δάνεια) που ήταν ένας από τους πιο αμφιλεγόμενους δίσκους σας έως τώρα;
Δημιουργώ και δισκογραφώ με ενστικτώδη τρόπο και δεν μου είναι εύκολο να κάνω μετά προσεγγίσεις αυτού του τύπου. Κι αν για τους στίχους γνωρίζω με σαφήνεια τι έχω κάνει και μπορώ να κρίνω και να συγκρίνω, με το άπιαστο που έχει η μουσική δεν μπορώ να βγάλω συμπέρασμα. Πάντως, φαίνεται να υπάρχει μια συνάφεια. Στον Ελάχιστο Εαυτό και –πιο πολύ- στη Βροχή από κάτω, υπάρχουν κομμάτια που προσπαθούν να δημιουργήσουν καινούργια συναισθηματικά τοπία.
Αναζητάτε τα πιθανά λάθη σας εκ των υστέρων, ή ό,τι έγινε καλώς έγινε και πάμε παρακάτω;
Διαισθητικά, κλίνω προς το προδιαγεγραμμένο -χωρίς θρησκευτική χροιά- αλλά αυτό δεν με αναπαύει κιόλας.
Πότε χαρακτηρίζετε ένα τραγούδι ως πολιτικό;
Η πραγματική τέχνη -όχι τα κουρέλια- είναι πάντοτε επαναστατική, είτε με λόγια είτε χωρίς, γιατί οδηγεί τον άνθρωπο σε βαθύ στοχασμό, είτε το θέλει είτε όχι.
Τι θαυμάζετε σε έναν καλλιτέχνη;
Το έργο του μόνο. Ο ίδιος δεν μ’ ενδιαφέρει.
Ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου ως ακροατής τι απαιτήσεις έχει;
Να με κάνει -αυτό που ακούω- να θυμηθώ την αρχή και να μη φοβάμαι το τέλος
Η διάλυση των media όπως τα ξέρουμε μέχρι σήμερα πιστεύετε ότι θα επηρεάσει τη δουλειά σας;
Δεν βλέπω διάλυση των media αλλά μετάπλασή τους σε άλλες μορφές, πιο χαοτικές και λιγότερο ελεγχόμενες. Αυτό είναι καλό, κυρίως για όποιον ξεκινάει στη μουσική. Δεν έχει την ανάγκη κάποιου κατεστημένου για να υπάρξει. Εκεί που υπάρχει διάλυση είναι στη μουσική βιομηχανία, ιδιαίτερα στις πολύ μικρές αγορές σαν αυτή της Ελλάδας. Ο φόβος μου είναι ότι θα αναγκαστούμε να κάνουμε φτωχές παραγωγές γιατί δεν θα υπάρχει κάποιος να τις πληρώσει. Θα έχουμε έναν εσωτερικό κόφτη που θα κατακρεουργεί τις ενορχηστρωτικές μας φαντασιώσεις. Ή θα βρεθεί μια φόρμουλα με τους συνεργάτες του στυλ «παίδες, η αμοιβή σας θα προκύψει κυρίως από τις ζωντανές εμφανίσεις που –να ’μαστε καλά- θα ακολουθήσουν.» Από την άλλη, αυτό είναι πρόβλημα πιο πολύ για μοναχικούς δημιουργούς. Ευκαιρία να δημιουργηθούν σχήματα κολεκτίβες. Τελικά, όσο θα υπάρχει ανθρώπινο είδος δεν φοβάμαι για τη μουσική.
Τελικά μήπως οι φερόμενοι ως εναλλακτικοί καλλιτέχνες σε εποχές που ζητούν θέση και δραστηριότητα αποδεικνύονται πιο συμβατικοί από τους υπόλοιπους;
Καλύτερα να μην κάνει κανείς τίποτα παρά να συρθεί, στο όνομα μιας προοδευτικότητας, σε ενέργειες που δεν θέλει ή δεν μπορεί να τις στηρίξει με το είναι του. Κι εξ’ άλλου δεν έχουμε ανάγκη από ταγούς. Ούτε από λαγούς (με πετραχήλια). Μόνο ζεστασιά κι αλληλεγγύη με τους γύρω μας.
Στο
Λίνκ έχει και κάποιες φώτο + κάποιες επεξηγήσεις κάτω από τη συνέντευξη.