Το μπλουζάκι*
Τα σκηνικά θυμήθηκα του 2005
που συναυλιά δεν τέλειωνε, πριν απ´τις τρεις και πέντε
Σκέφτηκα κείνο το παιδί, ξέρετε, το Μητσάρα
με το βαρύ λαούτο του και τη γλυκιά κιθάρα
Άρχοντας πάνω στη σκηνή, τα χέρια του στα τέλια
τα χτύπαγε και σειότανε, η γης απ´τα θεμέλια
¸νιωσα και το Φώτη μας, εκείνο το μανάρι
να με τρυπά με τη φωνή, αλλά και το δοξάρι
Οι αναμνήσεις μου ρθανε, που σβήνανε τα φώτα
και το ταξίδι αρχίναγε με το βιολί σου Σιώτα
Αλέξη τονε λέγανε, junior Αποστολάκη
και πάντοτε τις μπαλωθιές βαρούσε με μεράκι
Κι ερχόταν και το γιατρικό, πήγαινε ο πόνος πάσο
στη stage σαν ανέβαινε, γαργαληστής με μπάσο
Και μια ψυχής ανάταση, σαν να χτυπά καμπάνα
γιατί έλεγε η Μαρθούλα μας, «άιντε καλή μου μάνα»
Και ο Παντέλος φύσαγε, και τράνταζε την πλάση
και κόντευε η ψυχούλα μου στον ουρανό να φτάσει
Και τότε ακούγονταν κραυγές, «Bandoek Γεώργιε σήκω
να παίξεις φυσαρμόνικα να φέρεις και το λύκο»
Κι ο μαγεμένος μπαγλαμάς του Θου του ντερμπεντέρη
στα δόντια του κελάηδαγε, κι έσφαζε σα μαχαίρι
Και στη δοντιά παράβγαιναν, ο Θου με το Γιωργάκη
και κλέβανε την τρίαινα απ´το κομμωτριάκι
¼λα αυτά σαν θυμηθώ, και σαν αναπολήσω
χαίρομαι και επιθυμώ και πάλι να τα ζήσω
Groupy λοιπόν γεννήθηκα και groupy θα πεθάνω
κι αυτό το
στιγμιότυπο , μπλουζάκι θα το κάνω
Θα το φορώ και θα γελώ, με κείνον που με βρίζει
και που δεν ξέρει ο άμοιρος, τι στη ζωή αξίζει…
*διασκευή διασκευασμένου άσματος