Ήμουν λοιπόν αλλεργικός στη σάτιρα, βρε Δούρη
και μοιάζαν τα σπυράκια μου σουσάμι στο κουλούρι.
¸τσι λοιπόν ξεκίνησα να βρω το γιατρικό
κι επήγαμε στα ξένα εγώ κι η Πηνειώ.
Καλά που το θυμήθηκα! Παράτησα τη
μπύρα
Και την κυρία Πηνειώ γυναίκα μου επήρα.
Στην Ελβετία πήγαμε και βρήκαμε γιατρό
Και λέει «άκου Κούκου μου θα τα κάνεις το και το».
Γυρνάω πίσω στην Κοιλάδ’, πάντα με την γυναίκα
και άρχισα τα σκώμματα να στέλνω δέκα-δέκα.
Εγώ είχα πασαλειφτεί όλος με αλοιφή
κι έτσι στην αντεπίθεση δεν ίδρωνε το αυτί.
Μα η χαζούλα η Πηνειώ, γυναίκα καθώς είναι
έκλαιγε που μας κράζανε, και δώστου γράφε-σβήνε.
«Βρε συ κουτό» της λεω ‘γω «θα σταματήσεις πια;
Ο Δούρης κι η Μελιτζανιώ είναι άδολα παιδιά!
Μοιάζουνε δε σα δίδυμοι, μπορεί και να’ναι αδέρφια
Βρε λες κι αυτοί όπως εμάς, τρελά να βγάζουν κέφια;»
Αλλά οι γυναίκες είν’ τρελές δεν έχουν λογική
γι’αυτό και την πασάλειψα όλη με αλοιφή.
ΚοΥκοΥ+Πηνειώ= Love
Τώρα τέλος....