Φίλε ΑΛΕΞΗ η μπάλα είναι μια πολύ σοβαρή ιστορία για να την αντιμετωπίζει κανείς τόσο επιφανειακά και τόσο απαξιωτικά στο σύνολό της. Διευκρινίζω, ότι μιλάω για τη μπάλα – έτσι όπως λαϊκά έχουμε μάθει να τη λέμε, αυτή για την οποία φάγαμε τα γόνατά μας πιτσιρικάδες, αυτή που μας έδωσε αφορμή να κάνουμε παρέες, αυτή που μας αρέσει να μοιραζόμαστε με τις παρέες μας, αυτή που γουστάρουμε να βλέπουμε τις Κυριακές ή τώρα τα βράδια στο EURO - και όχι αποκλειστικά και μόνο για τον μηχανισμό λειτουργίας του σύγχρονου ποδοσφαίρου (που σαφώς έχει πολλά στραβά) ούτε για τις εταιρίες που διαχειρίζονται τις τύχες συλλόγων (οι οποίες έχουν αναγάγει μεν το άθλημα σε μπίζνα, αλλά από την άλλη συνέβαλλαν στην πρόοδό του σε πολλούς τομείς. Αλίμονο αν περιμέναμε από το κράτος). Φάγαμε στη μάπα πολύ κομμουνιστική θεωρία για τα δεινά της ιδιωτικής πρωτοβουλίας στο ποδόσφαιρο και την εμπορευματοποίηση του αθλητισμού. Θεωρία, που όταν έρχεται η ώρα της πράξης εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να δώσει λύσεις, γι’ αυτό και οι χαρακτηρισμοί που χρησιμοποιείς για τους ποδοσφαιριστές είναι τουλάχιστον εκτός πραγματικότητας. Από τα γραφόμενά σου μου δίνεται η εντύπωση ότι οι απόψεις που καταθέτεις δεν προκύπτουν από κριτική που βασίζεται σε ρεαλιστικά δεδομένα, αλλά σε αναπαραγωγή μιας στείρας θέσης, που έχει κοινό παρονομαστή και σε μια σειρά από άλλα ζητήματα. Αυτό το «πετσί» - όπως απαξιωτικά είχε χαρακτηρίσει κάποτε ο «ποιοτικός καλλιτέχνης» Νότης Μαυρουδής – είναι όπως είχε πει κάποιος, ίσως το πιο σημαντικό από τα δευτερεύοντα πράγματα στη ζωή. Υπάρχουν πολλά παραδείγματα στα οποία το ποδόσφαιρο απέκτησε σημαντικό κοινωνικό ρόλο προσφέροντας πολύτιμη υπηρεσία στον άνθρωπο (κι εδώ χρειάζεται μια πιο αναλυτική κουβέντα με παραδείγματα). Θυμάμαι, όμως, μια παλαιότερη δήλωση του Θανάση, που είχε πει (τη μεταφέρω με επιφύλαξη σε ελεύθερη μετάφραση) ότι η μουσική και η μπάλα είναι τα δύο πράγματα που μπορούν να τον κάνουν να νιώσει αυτό το αίσθημα της λύτρωσης.