Μια νύχτα στου Θανάση...
Παρασκευή βράδυ κι είναι να πάμε να ακούσουμε τον Θανάση Παπακωνσταντίνου, που μαζί με την Μάρθα Φριτζήλα και τα άλλα παιδιά έχουν πρεμιέρα στο Principal. Περνάνε και μας παίρνουν από το σπίτι, εμένα και την Αναστασία, με το αυτοκίνητό τους ο Γιάννης και η Λίνα, με μια φίλη τους την Κούλα, και φτάνουμε στο Principal γύρω στις 10 και κάτι (υποτίθεται ότι το πρόγραμμα ξεκινάει 10.30).
Καθόμαστε σΆ ένα τραπέζι που βρίσκεται πάνω σε μια υπερυψωμένη ράμπα στο τέλος της (θεατρικής) «πλατείας», με την πλάτη στον τοίχο κάτω από τα θεωρεία και παραγγέλνουμε ποτά. Η Αναστασία πηγαίνει στα καμαρίνια να πάρει ένα cd με ρεμπέτικα που μόλις κυκλοφόρησε ο «Μήτσος», δηλαδή ο Δημήτρης Μυστακίδης που παίζει ακουστική κιθάρα στο πρόγραμμα, κι όταν επιστρέφει μας λέει ότι θα αρχίσουν στις 11 ακριβώς, όπως της είπαν οι μουσικοί (έχουμε και πληροφόρηση εσωτερική). Σε κάποια στιγμή βλέπω απέναντί μου να μας πλησιάζει ο Νίκος Στεφανίδης (εκ των ιδιοκτητών του Principal) και φτάνοντας πιάνει από τους ώμους την Κούλα και την τραντάζει φιλικά, αλλά μόλις βλέπει ποια είναι ζητάει «χίλια συγνώμη», νόμισε ότι «ήταν η Βάσω Μιδούχα» μας εξηγεί (και πράγματι η Κούλα μοιάζει - από πίσω- με την Βάσω) κι ύστερα χαιρετάει εμένα και την Αναστασία και λέμε και κανά δυο κουβέντες.
Στις 11 τα φώτα χαμηλώνουν, οι μουσικοί παίρνουν θέσεις επί σκηνής: ο Αλέξης Αποστολάκης στα τύμπανα, ο Μπαντούκ στην ηλεκτρική κιθάρα, ο Φώτης Σιώτας στα πλήκτρα, ο Παντελής Στόικος στην τρομπέτα, ο Δημήτρης Μπασλάμ (του «Γαργαληστή») στο μπάσο, ο Δημήτρης Μυστακίδης στην ακουστική κιθάρα και ο Θανάσης στέκεται μπροστά στο μικρόφωνο και λέει το πρώτο τραγούδι, τη «Βάλια κάλτα» -και το πρόγραμμα αρχίζει.
Σε λίγο, καθώς ακούγεται το δεύτερο και το τρίτο τραγούδι και κάπου η ένταση του ήχου ανεβαίνει, νιώθω ότι κάτι δεν πάει καλά: πρώτον, η ξύλινη ράμπα από κάτω μου δονείται και με τη σειρά της δονεί την καρέκλα πάνω στην οποία κάθομαι (ιδιαίτερα κάθε φορά που παίζουν τα τύμπανα δυνατά) και δεύτερον, από τα μεγάφωνα απέναντί μου το ακουστικό - ωστικό κύμα τινάζεται ορμητικό καταπάνω μου και με «βαράει» κατακέφαλα. Αλλά, επίσης μου φαίνεται, ότι κάτι δεν πάει καλά και με τον χειρισμό των φώτων: όταν παίζουν οι προβολείς και στρέφονται προς το κοινό, με «τυφλώνουν» και με ζαλίζουν. Σε κάποια στιγμή που βγαίνει η Μάρθα Φριτζήλα και λέει ακαπέλα τα «Τσαΐρια» βρίσκω την ευκαιρία και σκύβω προς τη παρέα και τους λέω: «Ρε σεις, αυτοί δεν είναι μαθημένοι να παίζουν σε κλειστούς χώρους, νομίζουν πως βρίσκονται στο Θέατρο Δάσους». Δεν ξέρω αν στη συνέχεια κάτι βελτιώνεται στον ήχο ή εγώ συνηθίζω (με τη συνδρομή του πιοτού) την ηχητική ένταση που επικρατεί, αλλά μόλις που αρχίζω να προσαρμόζομαι ανακαλύπτω και το «καπάκι»:
Στο τραπέζι πίσω μου, κάθονται έξι νεαροί φασαριόζοι, φαν του Θανάση, που όσο τα πίνουν αρχίζουν και χουλιγκανίζουν (σα να βρίσκονται κι αυτοί σε συναυλία σε υπαίθριο χώρο), αγκαλιάζονται και πάνε αριστερά-δεξιά με τον ρυθμό των τραγουδιών, υψώνουν τα χέρια και ανταλλάσσουν φωναχτά μεταξύ τους καλαμπούρια, ενώ αυτός που κάθεται ακριβώς πίσω από την πλάτη μου ουρλιάζει βραχνά κάθε τρεις και λίγο, με το που τελειώνει κάποιο τραγούδι, «ΡΕ ΕΙΣΑΙ ΩΡΑΙΟΣ…» (στον Θανάση) και οι θαμώνες γύρω του γελάνε (κι έτσι τον ενθαρρύνουν να το ξανακάνει).
Σιγά-σιγά όμως τους συνηθίζω κι αυτούς και αρχίζω μάλιστα να εντυπωσιάζομαι από το ότι αναγνωρίζουν κάθε τραγούδι από τις πρώτες του νότες (και φωνάζουν τον τίτλο του), άσε δε που ξέρουν όλους τους στίχους των τραγουδιών άψογα και τα τραγουδάνε κι άψογα, χωρίς να φαλτσάρει κανένας πουθενά.
Ώσπου ο Θανάσης μας λέει ένα ακυκλοφόρητο τραγούδι, γραμμένο σε μια λαρισέικη διάλεκτο (που τη «διερμηνεία» αναλαμβάνει επί της πίστας η Μάρθα) και το οποίο έχει σκατολογικό περιεχόμενο, που όταν τελειώνει ο νεαρός από πίσω μου φωνάζει αυτή τη φορά: «ΡΕ ΕΙΣΑΙ ΜΕΓΑΛΟΣ ΧΕΣΤΗΣ». Και ο Θανάσης του απαντάει αμέσως: «Το αντίθετο ακριβώς, είμαι δυσκοίλιος. Μόνο τώρα έχω διάρροια και πρέπει να τρέχω συνέχεια στην τουαλέτα» και εγκαταλείπει βιαστικός την σκηνή. Και η Λίνα (που δεν έχει χάσει ποτέ live του Θανάση ούτε και του Σωκράτη βεβαίως) σχολιάζει στο τραπέζι μας: «Βρε τον Θανάση, ξεψάρωσε. Πριν τέσσερα χρόνια ούτε να μας κοιτάξει δεν τολμούσε».
Στη συνέχεια, με τα διάφορα σολαρίσματα των μουσικών μέχρι και τα ανκόρ (όπου η Μάρθα μας ανακοινώνει ότι ο Δημήτρης Μυστακίδης έχει ανοίξει δικό του ρεμπετάδικο, την «Πριγκηπέσσα» στην Φιλικής εταιρίας), η ώρα πάει 2.30 και το πρόγραμμα κλείνει αφήνοντάς μας μια αίσθηση «πληρότητας». Τελικά περάσαμε καλά - όπως πάντα στου Θανάση.
Από το περιοδικό-οδηγό πόλης city.