Θέατρο Δάσους / 12 Ιουνίου: Review
¼που στα 2008 ο επικηρυγμένος Γεώργιος Bandoek Αποστολάκης ο κιθαριστής αποφασίζει να επανεμφανιστεί.
Η συναυλία στο Θέατρο Δάσους στα δικά μου μάτια και στην δική μου καρδιά ήταν ξεχωριστή. ¼χι μόνο λόγω της φυσικής παρουσίας του άρτι αφιχθέντα από το μακρινό και παγωμένο Kemijarvi της Φινλανδίας, Bandoek, αλλά και γιατί η (μικρή έστω, αλλά καταλυτική) συμμετοχή του στη συναυλία, μας υπενθύμισε αυτό το στοιχείο που ως βασικό συστατικό λειτουργούσε πάντα απογειωτικά στις εμφανίσεις των Λαϊκεδέλικα.
Φαντάζομαι ότι πάντα μας σηκώνεται η τρίχα όταν ακούμε τον Πεχλιβάνη, όπως και να παιχτεί, αλλά αυτός ο Πεχλιβάνης που φύσηξε την περασμένη Πέμπτη δεν ήταν διαφορετικός, δεν μας ξαπόστειλε κανονικά για ραδίκια στο διάστημα; Δεν υπονοώ ότι είναι προσόν μόνο του Bandoek, ο οποίος εκείνο το βράδυ - όντας φυσιολογικά εκτός της επιρροής του τρόπου λειτουργίας της σημερινής μπάντας – ανέβηκε στη σκηνή και σαν κανονικός Πεχλιβάνης έφερε και μελισσάκια και νερά τρεχούμενα και όλα τα καλά του κήπου. Είναι προσόν που από όσο μπορώ να καταλάβω εν δυνάμει υπάρχει και στους υπόλοιπους μουσικούς του σχήματος (για τον Αλέξη και τον Παντελή το ξέρουμε με βεβαιότητα από το πρόσφατο παρελθόν). Απλά δεν ξεδιπλώνεται σε όλη του την έκταση γιατί νομίζω ότι υποχρεώνονται να λειτουργήσουν με αρκετούς περιορισμούς σε ένα λιγάκι αποστειρωμένο περιβάλλον. Ο Σαββόπουλος προφανώς θέλει μια μουσικά άρτια παράσταση και σαφώς πετυχαίνει να τη στήσει. Δεν είναι, όμως, μια μεγάλη χαμένη ευκαιρία όταν έχεις το υλικό (τραγούδια) και τους ανθρώπους-μουσικούς για να πετύχεις κάτι πραγματικά απογειωτικό και προτιμάς να το συγκρατείς στα επίπεδα του αψεγάδιαστου παιξίματος; Ο Θανάης μου δίνει την εντύπωση ότι ήδη έχει καταφέρει με τον τρόπο του να επιβάλλει αρκετά – προς την κατεύθυνση της «απελευθέρωσης» της μπάντας – αλλά καταλαβαίνω ότι υπάρχουν λεπτές ισορροπίες, που πρέπει να διατηρηθούν.
Βγάζω το καπέλο στον Σαββόπουλο γιατί εν έτει 2008 μιλάει ακόμα για το Κιλελέρ, γιατί βάζει τον ¼λιβερ Τουίστ μαζί με τον Χίτλερ και την παρθένα με τον Σατάνα, γιατί τραγουδάει με τέτοια γλυκύτητα το «Περιβόλι» και το σπαρακτικό «Η θανάσιμη μοναξιά του Αλέξη Ασλάνη», γιατί επιμένει να συμπεριλαμβάνει στο πρόγραμμα μερικά από τα πιο αντικομφορμιστικά κομμάτια του, γιατί έχει το χάρισμα να μας κάνει να τον ακούμε σαν τον παππού που μας λέει παραμύθια. Και εν τέλει, να τον συγχωρούμε όταν μας τη σπάει. Επαγγελματικά είναι σχεδόν άψογος, αλλά νομίζω ότι πολλές φορές γίνεται διεκπεραιωτικός. ¸χει, ωστόσο, το ταλέντο, το χάρισμα (και προφανώς την εμπειρία) να το καλύπτει μπροστά στο μεγαλύτερο κομμάτι του κοινού. ¼μως, για όσους βλέπουν τη συναυλία όχι απλά ως ένα καλοστημένο σόου, αλλά ως μια διαδικασία που θα τους βάλει σε trip, θα τους βοηθήσει να ξεφύγουν από τον χώρο και τον χρόνο, θα τους οδηγήσει σε διονυσιασμό (από το Διόνυσος κι όχι από το Διονύσης) και εσωτερική έκρηξη συναισθημάτων, στο λυτρωτικό εσωτερικό άδειασμα από όσα τους βαραίνουν και στο γέμισμα με θετική ενέργεια, το επαγγελματικό παίξιμο δεν αρκεί.
Γι αυτό με ξενερώνει όταν προσπαθεί να συγκρατήσει την όλη ιστορία (που με τον Θανάση και τους μουσικούς έχουν φτιάξει) για να δείξει ότι είναι αυτός που ως σοφότερος έχει το πάνω χέρι σε όλα, αισθανόμενος ότι η - πέρα από κάθε αμφιβολία - σπουδαία ιστορία του στο τραγούδι, του δίνει εξ ορισμού το δικαίωμα να ποζάρει (και να λειτουργεί) μερικές φορές ως «ιερή αγελάδα» της ελληνικής μουσικής. Με ξενερώνει που ένας τόσο χαρισματικός και σπουδαίος από κάθε άποψη δημιουργός με τόσο μεγάλες δυνατότητες επιλέγει να γίνεται σκηνοθετημένος, επαναλαμβανόμενος, προβλεπόμενος και τελικά προβλέψιμος.
Είστε καταπληκτικοί, το τραγουδήσατε υπέροχα, είστε κοινό με ταλέντο, congratulations.
Χάρης Alvaro Γεωργούλας<br><br>Το μήνυμα διορθώθηκε από τον/την: alvaro, στις: 17/06/2008 16:24