Print this page

Καθημερινή

Μάρτιος 2006

Συνέντευξη στην εφημερίδα "Καθημερινή"

www.kathimerini.gr

Εικόνα του Θανάση Παπακωνσταντίνου

Η πρωτοπορία τραγουδιέται με φωνή λαϊκή

Ο συνθέτης Θανάσης Παπακωνσταντίνου στο δημιουργικό του ζενίθ υπερβαίνει τη φόρμα του τραγουδιού

Συνέντευξη στη Γιούλη Επτακοίλη

Θυμάμαι ακόμη πώς ένιωσα όταν πρωτάκουσα τον «Βραχνό Προφήτη» του Θανάση Παπακωνσταντίνου: ήμουν ο έφηβος σαν άκουγε τη «Μαύρη Θάλασσα» του Σαββόπουλου, το 1973. Απ' τα ηχεία χυνόταν ηλεκτρισμός και Ανατολή, τζαζ και δημοτικά, κλάμα και γέλιο, ζωή ακαταμάχητη, χυνόταν το σήμερα και χυνόταν Ελλάδα: ασυνάρτητη και παρά ταύτα ποθητή. Οπως τότε.

Ακολούθησα τον Παπακωνσταντίνου στους δρόμους του, στην αναλόγως συνταρακτική «Αγρύπνια» και στην ολοκλήρωση του λάιβ με τους Λαϊκεδέλικα. Στα τραγούδια του, στην ποίησή του, στη στάση του, αναγνώριζα έναν άνθρωπο της γενιάς μου, άφθαρτο και χωμάτινο, έναν συνοδοιπόρο, σχεδόν έναν φίλο.

Το περασμένο καλοκαίρι τον κουβαλούσα στο iPod, συντροφιά σε δειλινά Κυκλάδων. Μου αποκαλύφθηκε για δεύτερη φορά, παράφωνος και θερμός, ευάλωτος και ειλικρινής. Οι μουσικές και οι στίχοι από τον Κάμπο έσμιγαν τόσο ταιριαστά με τα μενεξελιά του Αιγαίου, με τους καλαμιώνες, επέπλεαν μες στου τουρισμού την ανοχή, ανθεκτικές ανεμώνες. Ηταν γράμματα και σήματα, για το οικείο φτερούγισμα του θανάτου, για το φωτεινό άγγιγμα της αγάπης, για τη ζωή που κυλάει πυθία και είρων. Ηταν τραγούδια από τη Μέσα Ελλάδα, όπως τη μιλάει ο Λορεντζάτος στου Τιμονιού τ' Αυλάκι.

Εχει αυτό το χάρισμα ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου: να τον νιώθεις δικό σου, να σε αφορά. Σε συγκινεί και σε συνεγείρει: ακούς σωματικά κι ακούς με την ψυχή, τα σκέφτεσαι, τα κουβαλάς τα τραγούδια του: τα επωάζεις κι ωριμάζουν. Και καθώς προχωρά, τον ακούς όλο και πιο αμφιβάλλοντα και γυμνό, να ανακατεύει ήχους και ακούσματα, να εξαπολύει δημώδεις φωνές και στίχους του Πεσσόα, λαϊκούς θρήνους και στίχους του Καρούζου, να αφουγκράζεται την ασυναρτησία του παρόντος και να τη μετουσιώνει σε υπαρξιακή κατάδυση, σε παρηγοριά. Να διαλύει τη φόρμα του τραγουδιού -αυτός ο τραγουδοποιός…

Στον τελευταίο δίσκο του, έφτασε στα όρια της αφήγησης και τα διάβηκε. «Η βροχή από κάτω» πάει πέραν του τραγουδιού, σπάει τις φόρμες και τις συμβάσεις, μα χωρίς την πόζα μιας άκοπης πρωτοπορίας. Στον δίσκο ακούγονται ψίθυροι, μουρμουρητά, ανάσες, σπαράγματα δημοτικών, γέλια, βαρυγκόμιες και ραδιοπαράσιτα, ο ποιητής Καρούζος να δοκιμάζει τη φωνή του για ν' απαγγείλει, αυτοσχεδιασμοί, τραγουδίσματα… Φέρει χαραγμένο το μεταίχμιο του καιρού μας, μα χωρίς λύσεις, χωρίς ρητορεία: είναι μια υπαρξιακή προσευχή, ψηλάφηση θανάτου και φιλί ζωής. Κι όλα τα σκέπει η αγάπη.

Νικος Γ. Ξυδακης

Δημιουργείς μόνο για τον εαυτό σου

Συνηθίζεται οι ερωτήσεις στον συνεντευξιαζόμενο να γράφονται στον πληθυντικό. Υστερα από παράκληση του Θανάση Παπακωνσταντίνου, όμως, κρατήθηκε ο ενικός αριθμός. Τα επιχειρήματά του ήταν αδιάσειστα: «Είμαι λαϊκό παιδί. Παίζω ποδόσφαιρο και μ' αρέσει η φασολάδα»…

Μίλησέ μας λίγο για τον νέο δίσκο. Πώς θα τον περιέγραφες σε κάποιον που δεν τον έχει ακούσει;

Θα έλεγα ότι ο Γιάνατσεκ ανταλλάσσει χειραψία με τον Σούλη Γκιουλέκα και ο Σατί παίζει πιάνο ανεβασμένος σε μια χιονισμένη στέγη στη Χειμάρρα, ενώ η πεταλούδα heliconius sara κάνει το σφάλμα να μπει από το παράθυρο σε ένα παρισινό μπορντέλο.

Yπάρχουν κομμάτια στον δίσκο που θα σε δυσκολέψουν στη ζωντανή παρουσίαση;

Ο τρόπος «κατασκευής» πολλών είναι τέτοιος, που μάλλον δεν θα μπορέσω να τα παίξω ποτέ ζωντανά. Γι' αυτό -πελάτες μου!- αγοράστε τον δίσκο.

Στο κείμενο που συνοδεύει τον δίσκο, όμως, γράφεις στο τέλος «θα ήθελα βεβαίως την ανταπόκριση του κόσμου αλλά και να μην υπάρξει, θα προστρέξω στο εισαγωγικό κομμάτι του δίσκου: «Σαν αστραπή από μακριά / ό,τι δεν μπόρεσε να υπάρξει / σκίζει τη νύχτα βιαστικά / άηχα κι ύστερα σβήνει…"». O καλλιτέχνης δημιουργεί για τον εαυτό του;

Νομίζω ότι δημιουργεί για τον εαυτό του μόνο. Μάλλον ούτε αυτό είναι σωστό. Ο πραγματικός καλλιτέχνης δημιουργεί ερήμην και του εαυτού του. Βρίσκεται σε μια πυρετώδη κατάσταση, αγγίζει με τις άκρες των δαχτύλων το συλλογικό ασυνείδητο -ε! αν δώσει κι ένα γλωσσοφίλημα ακόμα καλύτερα- κι ανάλογα με τον βαθμό της αγαθότητάς του, το αποτέλεσμα «δαγκώνει» ή όχι τον κόσμο.

Τι κάνει μια δουλειά να μείνει στον χρόνο και για ποιο δικό σου δίσκο θα μπορούσες να το πεις αυτό με βεβαιότητα;

Ο χρόνος είναι ο τελικός κριτής, μόνο που δεν ξέρουμε ακριβώς τα κριτήριά του. Πότε η φθορά δυσκολεύεται να καθυποτάξει την τέχνη; Μια ικανοποιητική απάντηση που μπορώ να δώσω είναι: όταν αυτή είναι βαθιά λαϊκή. Οπου βαθιά λαϊκό είναι ένα έργο όταν μπορεί να συγκινήσει τόσο τον ανύποπτο, αγνό και αμόλυντο από τη γνώση άνθρωπο όσο και τον διανοητή που κατάφερε να τιθασεύσει τη γνώση. Με άλλα λόγια, όταν μπορεί να φέρει δάκρυα στα μάτια της γιαγιάς μου αλλά και του Κορνήλιου Καστοριάδη. Για δικό μου ολόκληρο δίσκο δεν θα μπορούσα να σκεφτώ. Ισως κάνα-δυο τραγουδάκια κι αυτό με πολύ δισταγμό.

Ο κλονισμός της κριτικής

Πόσο «μετράς» την κριτική;

Με ενδιαφέρει, τόσο σαν δημιουργό όσο και σαν δέκτη. Σαν ακροατή με βοηθάει να γνωρίσω και να επιλέξω. Εδώ το κόλπο είναι να βρεις τους κριτικούς που σου ταιριάζουν. Κερδίζεις χρόνο και χρήμα. Σαν δημιουργό με βοηθάει ποικιλοτρόπως. Η καλή κριτική -όχι η υπερβολική- δίνει κουράγιο για τη συνέχεια. Ειδικά όταν είναι κανείς στην αρχή και μοιάζει με φοβισμένο κουνάβι. Θα θυμάμαι πάντα τα δυο καλά λόγια που έγραψε ο Αργύρης Ζήλος στο «Αθηνόραμα» για την «Αγία Νοσταλγία» ή το ξάφνιασμα, όταν άκουσα εκείνη την εποχή, στο ραδιόφωνο τον Βασίλη Αγγελικόπουλο να λέει επίσης καλά λόγια για τον «Κακό λύκο». Η κακή -και περισσότερο η κακόπιστη κριτική- με βοηθάει να αμφισβητήσω ακόμα και τον αυστηρό κριτή που έχω μέσα μου. Αυτός ο κλονισμός είναι μεγάλο δώρο.

Οι γιοι σου -παιδιά 20 χρόνων- πώς κρίνουν τη μουσική σου;

Κρατάω αυτό που μου είχαν πει όταν ήταν πιτσιρίκια πεντέξι χρόνων. «Καλός είσαι αλλά ο Μάρκος -εννοώντας τον Βαμβακάρη- είναι καλύτερος». Τώρα δεν δίνω βάση σ' αυτά που λένε. Εχω την υποψία ότι με ψήνουν για να τους στέλνω περισσότερα χρήματα.

Εσύ, πότε κρίνεις καλό ένα τραγούδι;

Υπάρχει το βασικό κριτήριο της λαϊκότητας που ανέφερα πιο πάνω και αρκετά υποκειμενικά. Αναφέρω μερικά: Οταν το ακούω, να μη με χωράει ο τόπος. Οταν μετατρέπει το φυσικό περιβάλλον σε συνομιλητή μου. Οταν με ψηλώνει. Οταν θέλω να το ακούσουνε και οι άλλοι. Οταν μ' αναγκάζει, από ζήλεια, να πιάσω το όργανο στα χέρια. Οταν μ' αναγκάζει να αφήσω το όργανο από τα χέρια. Οταν, ακούγοντάς το, θέλω να χορέψω τον χορό του Ζαλόγγου.

Αλήθεια, πώς μπήκε η μουσική στη ζωή σου;

Με τον τρόπο που μπαίνουν οι σκορπιοί στο σπίτι που ζω. Δηλαδή, χωρίς να το αντιληφθώ.

Τι ενεργοποιεί την έμπνευσή σου;

Μακάρι να 'ξερα.

Ο φόβος του θανάτου

Οι στίχοι σου γενικά αναφέρονται πολύ στον θάνατο. Σε απασχολεί όσο ακούγεται;

Νομίζω ότι ενδόμυχα προετοιμάζομαι γι' αυτή τη μεγάλη στιγμή. Και πιθανότατα τον φοβάμαι. Το κατάλαβα όταν, έχοντας τελειώσει τους στίχους από ένα ακυκλοφόρητο τραγούδι, τα «Παξιμάδια», όπου χλευάζω τον βαρκάρη του Αχέροντα, σκέφτηκα -ξαφνικά- ό,τι χλευάζουμε αυτό που φοβόμαστε.

Εχεις πει σε συνέντευξή σου ότι θεωρείς τον Σαββόπουλο ανώτερο του Χατζιδάκι και του Θεοδωράκη. Γιατί;

Πιο σωστά, θα έλεγα ότι ο Σαββόπουλος με άγγιξε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο σύγχρονο Ελληνα δημιουργό. Αυτό δεν εξηγείται ακριβώς. Ο καθένας έχει μέσα του μια Ιεριχώ, οι διάφοροι καλλιτέχνες παιανίζουν κι όποιον πάρει ο Xάρος. Μπορώ όμως να υποστηρίξω ότι ο Σαββόπουλος είναι πιο ολοκληρωμένος σαν δημιουργός -μουσική, λόγια, ερμηνεία- και μέχρις ενός χρονικού σημείου με εντυπωσιακά λίγες άνισες στιγμές. Πρέπει επίσης να παραδεχτώ ότι από ένα σημείο και μετά, γίνονται εξίσου εντυπωσιακά πολλές αυτές οι άνισες στιγμές.

Ενας καλλιτέχνης είναι εγωιστής. Πόσο βασανιστικό μπορεί να γίνει αυτό για την οικογένειά του;

Τόσο όσο είναι και το βασανιστήριο των Απάτσι. Γι' αυτό καλό θα είναι οι καλλιτέχναι να περιφέρονται ως μοναχόλυκοι. Αν παρ' όλα αυτά θέλουν να παντρευτούν, μπορούν να πείσουν -μ' άλλα λόγια, να χαντακώσουν- τη γυναίκα τους λέγοντάς της: «Κοίταξε κουτό, απ' τη στιγμή που κάνω αυτό που θέλω και είμαι καλά με τον εαυτό μου, αυτομάτως αυτό έχει θετική επίδραση και στη σχέση μας». Με τη δικιά μου έπιασε…

«Μπορεί τα λάθη μου να μην τ' αλλάξω»

Θα θέλαμε να μας πεις πώς περνάς μια μέρα σου στο Μεταξοχώρι.

Θα απαντήσω με έναν ακυκλοφόρητο στίχο: Ηλιος που τρύπησε τα βλέφαρά μου, / καρέκλα που έτριξε στο κάθισμά μου, / κούπα που έγειρε πάνω στα χείλη. / Η μέρα έρχεται και θ' ανατείλει. / Τα ρούχα που φορώ με χαιρετάνε / "μαζί σου αφεντικό στο βούρκο πάμε». / Λοξό το κοίταγμα στο ρολογάκι / σαν κλέφτης που πηδάει πάνω απ' το φράχτη. / Τα λόγια τα σκληρά, τα τιποτένια, / τα πήρε ο ύπνος μου μακριά στα ξένα. / Αφήνω πίσω μου ζεστό κρεβάτι / και παίρνω της ζωής το μονοπάτι. / Μπορεί να πληγωθώ, μπορεί να κλάψω, / μπορεί τα λάθη μου να μην τ' αλλάξω, / μα όλα τα πρωινά μοιάζουν σε κάτι. / Τα στεφανώνει μια γλυκιά φενάκη.

«Χαίρομαι με τον κατακερματισμό του αναμενόμενου»

Τα τελευταία χρόνια συνεργάζεσαι σταθερά με τη Μάρθα Φριντζήλα. Δεν έχεις σκεφτεί συνεργασίες με άλλες ερμηνεύτριες;

Με τη Μάρθα δεν έχουμε ολοκληρώσει ακόμα τη συνεργασία μας. Οταν αυτό γίνει, θα ήθελα να συνεργαστώ με την Ελένη Βιτάλη. Εξ ίσου εκτιμώ και τη Χάρι Αλεξίου και μάλιστα έχω κάνει προσπάθεια για μια συνεργασία, αλλά δεν της κάθονται καλά αυτά που κάνω. Είναι αλήθεια ότι έχουν ένα έντονα προσωπικό στίγμα και δεν μπορεί εύκολα να τα χειριστεί κάποιος.

Σου αρέσουν οι αλλαγές ή είσαι σταθερός;

Δεν είναι το θέμα τι σ' αρέσει αλλά πώς είσαι φτιαγμένος. Οι άνθρωποι έχουν την ίδια αγώγιμη συμπεριφορά με τα μέταλλα. Υπάρχουν αυτοί που ζεσταίνονται γρήγορα μα αποβάλλουν το ίδιο γρήγορα τη θερμότητα, και οι άλλοι που αργούν να γεμίσουν αλλά και να χάσουν τη θέρμη τους. Εγώ ανήκω στη δεύτερη κατηγορία, όσο αφορά τις διαπροσωπικές σχέσεις. Είμαι πιστός σαν σκυλί. Οσο όμως αφορά τα υπόλοιπα της ζωής μου, είμαι ανοιχτός στην ανατροπή, χαίρομαι με τον κατακερματισμό του αναμενόμενου. Και η μουσική δημιουργία αυτό μου προσφέρει. Εκεί που στέκω αδύναμος με κάνει απέραντο κι όταν νομίζω πως είμαι κάτι με κάνει μηδενικό.

Στη δουλειά σου τι ανατροπές επιτρέπεις από τους μουσικούς που συνεργάζεσαι; Τους αφήνεις ελεύθερο πεδίο;

Μετά τη γέννα, που για μένα μέχρι στιγμής είναι μοναχική κατάσταση, έρχεται η ώρα της ηχογράφησης. Εκεί έχω την ανάγκη της συνεύρεσης και της συνέργειας που προκύπτει και ξεπερνά τα άτομα. Εξ άλλου, η μουσική είναι από τα λίγα πράγματα πια που μπορούν να φέρουν κοντά τους ανθρώπους ενάντια στην κυρίαρχη τάση του φόβου των άλλων. Χαίρομαι λοιπόν τις πρόβες και τις ηχογραφήσεις και πράγματι αφήνω ανοιχτό το πεδίο στους μουσικούς, όσον αφορά την ενορχήστρωση. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι το κάνω γιατί αδυνατώ ο ίδιος να ενορχηστρώσω, μια που είμαι ένας μέτριος εμπειροτέχνης. Δεν είναι τόσο αυτό, διότι πολλά από τα δοκιμαστικά (demo) έχουν την ενορχήστρωσή τους όταν τα δίνω για ακρόαση. Είναι ότι μου αρέσει το αναπάντεχο. Κι επίσης, σέβομαι τη δημιουργικότητα των μουσικών που συνεργάζομαι. Είναι αμαρτία να βάζεις τέτοιους ανθρώπους να παίζουν σαν απλοί εκτελεστές.

Υπάρχει η άποψη ότι στην Ελλάδα ο ρόλος των μουσικών έχει υποβαθμιστεί. Συμφωνείς μ' αυτό;

Ναι, όπως έχει υποβαθμιστεί και ο ρόλος του συνθέτη και του στιχουργού. Αλλά νομίζω ότι συμβαίνει γενικότερα, τουλάχιστον στον δυτικό κόσμο. Με το μοντέλο που έχει επικρατήσει, όπου πολιορκητικός κριός είναι το κωλαράκι της τραγουδίστριας ή η οδοντοστοιχία του τραγουδιστή, δεν πιάνουμε χαρτωσιά οι υπόλοιποι. Εδώ ισχύει το: «Η ομορφιά -του κώλου- εκδικείται την τέχνη».

«Κλέβεις» από άλλους καλλιτέχνες;

Αν εξαιρέσουμε τη νέα δουλειά, όπου ως εργολάβος πήρα ηχητικά δομικά στοιχεία -samples- και οικοδόμησα αρκετά από τα ηχητικά μου περιβάλλοντα, δεν μου αρέσει να «κλέβω» συνειδητά, με τον ίδιο τρόπο που δεν το φχαριστιέμαι να κλέβω στα χαρτιά. Ούτε όμως θεωρώ ότι είναι παρθενογενέσεις αυτά που κάνω. Παίρνουμε τη σκυτάλη από όλους όσοι έχουν προηγηθεί κι αν την πάμε ένα βήμα πιο κάτω -γιατί το άθλημα είναι άλμα εις βάθος-, άξιο το παλικάρι…

Προσεγγίζοντας το παράδοξο

"Μ' αυτόν το δίσκο προσπάθησα -ενδόμυχα- να ανιχνεύσω καινούργια συναισθήματα, να προσεγγίσω το παράδοξο», λέει για την καινούργια του δουλειά ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου. «Η βροχή από κάτω», όπως είναι ο τίτλος του δίσκου, περιλαμβάνει 14 κομμάτια. Συμμετέχουν η Μάρθα Φριντζήλα, οι δυο γιοι του Θ. Παπακωνσταντίνου, Αριστοτέλης και Κωνσταντής, η Κατερίνα Μπλάντα και εξαιρετικοί μουσικοί. Αναφέρουμε ενδεικτικά τους Κώστα Θεοδώρου, Νίκο Βελιώτη, Τάκη Φαραζή, Κυριάκο Γκουβέντα. Πρόκειται για την όγδοη προσωπική δουλειά του Θ. Παπακωνσταντίνου. Εχουν προηγηθεί οι: «Αγία Νοσταλγία» (1993), «Στην Ανδρομέδα και στη Γη» (1995), «Της αγάπης γερακάρης» (1996), «Λάφυρα» (1998), «Βραχνός προφήτης» (2000), «Αγρύπνια» (2002) και «Τα ζωντανά» (2004). Σύντομα, ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου θα κυκλοφορήσει άλλον ένα δίσκο με καινούργιο υλικό.