Print this page

Καθημερινή

18/07/1999

Συνέντευξη στην εφημερίδα "Καθημερινή"

www.kathimerini.gr

Ένας εργολάβος

ανοίγει δρόμους με… τραγούδια

Ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου

από τους ελάχιστους ποιητές-δημιουργούς

που εμφανίστηκαν τη δεκαετία του '90 και έχουν προσωπικό κόσμο να εκφράσουν

Του ΒΑΣΙΛΗ

ΑΓΓΕΛΙΚΟΠΟΥΛΟΥ

Από τους νέους τραγουδοποιούς μας, αυτούς που εμφανίστηκαν στην τρέχουσα δεκαετία, ελάχιστοι είναι όσοι έχουν έναν προσωπικό κόσμο να εκφράσουν. Δύο τρεις, δηλαδή, είναι αυτό που λέμε ποιητές-δημιουργοί. Ανάμεσά τους -η πιο διακριτική παρουσία, που προϊόντος όμως του χρόνου τείνει να αποδειχθεί και η αδρότερη- ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου. Ένας… μηχανολόγος-μηχανικός, εργολάβος δημοσίων έργων από την Λάρισα, που προτιμάει ν' ανοίγει δρόμους με τα τραγούδια του. Και που, παρά την επιτυχία τους, δεν δίνει εύκολα συνεντεύξεις, δεν τρέχει σε ραδιόφωνα και τηλεοράσεις, δεν κάνει βιντεο κλιπ και εμφανίζεται σπάνια και για λίγες μέρες, σε μουσικές σκηνές. Συνεχίζει μόνιμα να μένει στην Λάρισα και να ασκεί (χωρίς προκοπή όπως λέει) το επάγγελμα του, έως ότου τουλάχιστον εγκαταλείψει και Λάρισα και εργολαβίες, όχι για να έρθει κι αυτός στην Αθήνα, αλλά για να πάει να μείνει ακόμα πιο εξοχικά, κοντά στα μεγάλα βουνά που αγαπάει.

Πρώτος του δίσκος ήταν το 1993 η Αγία Νοσταλγία, τα τραγούδια του οποίου είχαν κάνει εντύπωση σε ελάχιστους μεν, αλλά ευαίσθητους δέκτες που επισήμαναν από τότε την εμφάνιση του παράδοξου αυτού τραγουδοποιού που έλεγε «άλλα» πράγματα ή έλεγε τα προαιώνια με έναν προσωπικό τρόπο. Στην Ανδρομέδα και στη γη ήταν, το 1995, ο δεύτερος δίσκος του κι εκείνος που, με τη συμμετοχή του Σωκράτη Μάλαμα και της Μελίνας Κανά, του έδωσε ένα ευρύτερο ακροατήριο: Άντε μες στης γης το πυρωμένο κέντρο, Άστρο του πρωινού, Η βέρα, Του κάτω κόσμου οι φυλακές, Η τράτα, Οι καλογέροι, Όσοι, Οι πότες της στρογγυλής τραπέζης, το υπέροχο Κάτω από το μαξιλάρι.

Την επόμενη χρονιά έκανε για την Κανά το δίσκο Της Αγάπης Γερακάρης με τραγούδια όπως τα Αχ, ζωή μάγισσα / να σε μάθω άργησα, ο Αποσπερίτης, η Φεϊρούζ, Σώμα που χορεύεις, Έρημα κορμιά κ.ά. που άρεσαν και έκτοτε ακούγονται συχνά.

Πρόσφατα δε, πάλι για την Κανά, αλλά και για το συγκρότημα Ashkhabad από το Τουρκμενιστάν που το άκουσε μέσω της World Music του Peter Gabriel, έδωσε το δίσκο «Λάφυρα» ο οποίος γνωρίζει επιτυχία, με εξαιρετικά τραγούδια όπως τα Σαν αερικό θα ζήσω, Στυλίτης, Τα λάφυρα της νύχτας, Απόψε, Βάλε κρασί, Αλεξάντρα κ.ά.

Τα τραγούδια του έχουν σκαρφαλώσει σε πολλά χείλη -σχεδόν… σουξέ μερικά, όσο κι αν ο ίδιος έλεγε πριν από μερικά χρόνια «το ξέρω πως δεν πρόκειται ποτέ να αναδειχθώ σε σουξεδιάρη». «Νόμιζα ότι τα τραγούδια μου είναι πράγματα πολύ προσωπικά, που δεν θα αγγίξουν πολύ κόσμο -ο χρόνος τρέχει, οι άνθρωποι κινούνται βιαστικά, δεν προλαβαίνουν να προσέξουν…», λέει. «Αλλά βλέπω πως όχι. Στέκεται ο κόσμος. Κι εκείνο που με συγκινεί είναι ότι στέκονται και πολύ νέα παιδιά και μάλιστα σε στίχους δύσκολους, δηλαδή ηλικίες που νόμιζα ότι είναι αλλού γι' αλλού και που σιγά-σιγά διαπιστώνω ότι είναι πολύ καλύτεροι από ό,τι ήμουνα εγώ στην ηλικία τους. Πάντως δεν είμαι κλασσικός σουξεδιάρης! Να δω τι θα πείτε όταν θα ακούσετε το δίσκο μου, τον χειμώνα, που θα έχει ακόμα πιο δύστροπα και πιο προσωπικά τραγούδια…»

Δημιουργοί σαν το Θανάση Παπακωνσταντίνου δεν μπορούν παρά να γράφουν οι ίδιοι την μουσική αλλά και τους στίχους των τραγουδιών τους. Είναι μία, ενιαία διαδικασία, είναι η τέχνη του τραγουδοποιού που σ' αυτό ακριβώς διαφέρει, και μάλιστα ουσιωδώς, από την τέχνη του συνθέτη. Γι' αυτό και τραγουδάει, άλλωστε, και ο ίδιος τα τραγούδια του, πέρα από την συνεργασία του με την Κανά, ιδίως, και με τον Μάλαμα.

Μια κιθάρα που απέκτησε στα 15 του, του μετέδωσε το μικρόβιο. Άρχισε να «γρατσουνίζει διάφορα». Αλλά είχε εκ γενετής και το μικρόβιο του στίχου. Φοιτητής στην Θεσσαλονίκη είχε στείλει στίχους στον Μάνο Λοΐζο (ο οποίος τους πρόσεξε και μάλιστα τους μελοποίησε, αλλά μεσολάβησε ο θάνατος), είχε δώσει στίχους και στον συνεπώνυμο του Βασίλη Παπακωνσταντίνου, ο οποίος έκανε επιτυχίες με τον Λεγεωνάριο και τον Μαύρο Γάτο (στίχοι γραμμένοι στο Γυμνάσιο, «όταν ήμουν ακόμα αναβράζον δισκίο»), είχε μετάσχει και στους χατζιδακικούς Αγώνες Τραγουδιού της Κέρκυρας το '82, με το τραγούδι Χελώνα, που συμπεριελήφθη στον σχετικό δίσκο.

Τα επόμενα δέκα χρόνια -γεμάτα σπουδές, στρατό, έξοδο στο επάγγελμα, γάμο, παιδιά…- δεν τον απομακρύνουν από το τραγούδι, που ήταν και συνεχίζει να είναι, παρά τη σχέση του πλέον και με την δισκογραφία και τις από σκηνής εμφανίσεις, κυρίως οι εντελώς προσωπικές του στιγμές, αυτό που λέμε μεράκι και καταφυγή. Όχι πως δεν τον ενδιαφέρει να αρέσουν τα τραγούδια του και σε άλλους, αλλά η στιγμή που τα φτιάχνει είναι αυτή που τον γεμίζει.

«Ο Ανδρέας Καραντώνης», λέει, «έχει διατυπώσει μιαν άποψη για τον σκοπό της ποίησης που ταιριάζει πολύ, όσο κι αν ακούγεται μεγαλόστομο, να την παραφράσω για να εξηγήσω τι είναι αυτό που με κάνει και γράφω τραγούδια. Σκοπός των τραγουδιών είναι να πρωτονομάσουν συναισθήματα που δεν έχουν όνομα και ν' αφαιρέσουν το όνομα από συναισθήματα που το όνομα τους έχει φθαρεί. Έχω την ανάγκη να εκφράσω με το τραγούδι πράγματα που δεν μπορώ να τα πω με τα λόγια. Γι' αυτό και τα τραγούδια μου είναι γεμάτα εικόνες».

Εικόνες άφθορες, πρωτότυπες όσο και καθημερινές, γειωμένες όσο και αλλόκοτες, να τρέχουν σαν νεράκι παρέα με τη μουσική, πάντα ποιητικές, ποτέ «βαρύνουσας σημασίας», αλλά ουσιαστικές με την ελαφράδα και τον καίριο τρόπο του δημοτικού τραγουδιού που άλλωστε είναι μουσικά παρόν στα κομμάτια του -κάτι εντελώς φρέσκο στο ελληνικό τραγούδι. Κάθεται με τις ώρες και γράφει τραγούδια. Ξεχνιέται και συχνά ξενυχτάει -«άντε μετά να προκόψεις ως εργολάβος…»- αυτοσαρκάζεται. «Κι αυτή η δουλειά είναι πολύ σκληρή, απαιτεί συνεχή παρουσία. Κι είμαι και μέσα στο άντρο της πλεονεξίας…».

Αγωνίζεται με νύχια και με δόντια να εναρμονίσει την αγάπη του για το τραγούδι με τις υποχρεώσεις στη δουλειά και στο σπίτι -τα δίδυμα αγόρια του είναι πια 15άρηδες και ο ίδιος έκλεισε πρόσφατα τα 40, αν και καθόλου δεν του φαίνεται.

Σκέφτεται να παρατήσει πια τις εργολαβίες και να ασχοληθεί με τον οικοτουρισμό, σε μια έξοχή προς το Μεταξοχώρι της Αγυιάς, ανάμεσα στα Τέμπη και στο Πήλιο. Του είναι αδιανόητο να ζει χωρίς την μυρωδιά της γης και την εικόνα των βουνών γύρω του. Χωρίς να γράφει τραγούδια δηλαδή.