Print this page

Ελευθεροτυπία

11/02/2003

Συνέντευξη στην εφημερίδα "Ελευθεροτυπία"

www.enet.gr

Δημιουργός χωρίς πόζα ο εκ Λαρίσης Θανάσης Παπακωνσταντίνου, βρίσκεται για λίγες εμφανίσεις στην Αθήνα

 

«Ευκολία το ερωτικό τραγούδι»

Της ΝΑΤΑΛΙ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ

Εικόνα του Θανάση ΠαπακωνσταντίνουΗ μουσική του; Ένα είδος προσωπικού «cross over», στο οποίο διαφορετικές μουσικές μνήμες (από την ελληνική παραδοσιακή και το ρεμπέτικο μέχρι τη ροκ, την τζαζ, το μπλουζ, ό,τι εμπεριέχει ο όρος έθνικ) διασταυρώνονται δημιουργώντας ένα απολύτως σύγχρονο και ελληνικότατο ιδίωμα. Οι στίχοι του; Χωρίς πατρόν, πολύ εικαστικοί, πολύ προσωπικοί. Αλλά… «εδώ μιλάμε για τραγουδάκια», κόβει τον δημοσιογραφικό οίστρο ο ίδιος.

Ο εκ Λαρίσης ορμώμενος Θανάσης Παπακωνσταντίνου είναι ένας δημιουργός χωρίς πόζα. Κι ας πιστεύουν ορισμένοι ότι η πόζα είναι ο λόγος που εκείνος είναι τόσο χαμηλού προφίλ, ώστε πολλά από τα τραγούδια των 6 δίσκων του να είναι πολύ γνωστότερα από το ονοματεπώνυμο του συνθέτη τους. «Εκεί στην Αθήνα νομίζετε ότι όλα γίνονται με κάποιο σκοπό», αντεπιτίθεται ο ίδιος που, πολιτικός μηχανικός στο επάγγελμα, επιμένει να αποφεύγει και τις πολλές συνεντεύξεις και τις πολλές εμφανίσεις στην Αθήνα. Μόλις έξι εμφανίσεις κάνει και τώρα στο «Γυάλινο Μουσικό Θέατρο» (προηγήθηκαν δύο και έπονται η σημερινή και αυτές της Παρασκευής και του Σαββατοκύριακου), για ένα πρόγραμμα στηριγμένο κυρίως στους δύο τελευταίους δίσκους του, τον «Βραχνό Προφήτη» και την «Αγρύπνια». Μαζί του τραγουδά ο Γιώργος Μιχαήλ και η Δέσποινα Σελίδου και εμφανίζονται οι μουσικοί Μπ. Παπαδόπουλος, Γ. Μπαντούκ, Δ. Μιστακίδης, Φ. Σιώτας, Π. Στόικος, Αλ. Αποστολάκης, Δ. Μπασλάμ.

Γιατί μόνο έξι εμφανίσεις σε δύο δόσεις; «Έχω διαπιστώσει ότι το τριήμερο είναι το ανώτερο που μπορώ να παίξω συνεχόμενα, χωρίς να κοροϊδεύω…». Το ξεκαθαρίζει εξαρχής ο ίδιος στο τηλέφωνο, όταν αυτή η συζήτηση τον διακόπτει από την ανάγνωση ενός άρθρου στο περιοδικό «Το Ξενοδοχείο των Ξένων», που του έδωσαν «κάποια παιδιά στη Θεσσαλονίκη. Διάβαζα τη θεωρία του Λεφέβρ για τις Στιγμές. Λέει ότι στη ζωή μας αξίζουν οι αυθεντικές στιγμές που διαρρηγνύουν τη μονοτονία του δεδομένου. Αυτό άθελά μου προσπαθούσα να επιτύχω μέσα στη μουσική…».

«Εικαστικοί» στίχοι

- Έχετε μια ειδική σχέση με το χρόνο. Νομίζω πως εντοπίζεται στο στίχο σας είτε ως στοιχείο της καθημερινότητάς σας είτε και μεταφυσικά.

«Με απασχολεί πολύ το τι είναι ο χρόνος, όπως με απασχολεί και η ύπαρξη και ο θάνατος. Αλλά για μένα δεν υπάρχει μεταφυσική. Είναι ένας χώρος της πραγματικότητας που δεν τον αντιλαμβανόμαστε».

- Ένα άλλο χαρακτηριστικό των στίχων σας είναι ότι είναι πολύ «εικαστικοί»…

«Στα τραγούδια μου δεν με ενδιαφέρει να περιγράψω συναισθήματα, αλλά εικόνες από τις οποίες ίσως να γεννηθούν και κάποια συναισθήματα. Θα ήμουν μάλιστα ευχαριστημένος αν αυτά τα συναισθήματα δεν τα είχε ξανανιώσει κανείς πριν, αν ήταν ακαθόριστα και καινούργια…».

- Τα συναισθήματα δεν τα υποβάλλετε στον ακροατή σας…

«Τώρα, από τη μια μιλάμε για βαριά πράγματα κι από την άλλη για τραγουδάκια. Αλλά νομίζω ότι ακόμα και σ' αυτά ισχύει το ίδιο: η λύτρωση στην τέχνη υπάρχει όταν ο δέκτης βάζει μέσα τον εαυτό του. Γι' αυτό και η τέχνη πρέπει να του αφήνει αυτά τα περιθώρια. Εμένα, ο προγραμματισμός δεν με ενδιαφέρει καθόλου. Η ενασχόλησή μου με τη μουσική είναι σαν την αναπνοή. Κανείς δεν λέει "τώρα θα αναπνεύσω"».

- Ο δικός σας στίχος σάς εμπεριέχει τόσο ώστε δεν φοβάται να είναι ακόμα και κυνικά ειλικρινής: «στους άλλους πάντα δίνουμε ό,τι μας περισσεύει»…

«Ναι, αυτό με εμπεριέχει. Συχνά μάλιστα όταν πιάνω τον εαυτό μου να κάνει κάτι τέτοιο, αυτό σκέφτομαι και σταματώ».

- Εικόνες ζωγραφίζετε και με τη μουσική σας;

«Νομίζω ότι η μουσική από μόνη της είναι εικονοπλαστική. Αφού δεν υπάρχουν οι λέξεις, αναγκάζεται ο ακροατής της να τις δημιουργήσει».

- Ισχύει και στην κακή μουσική;

«Ίσως δεν πρόκειται για μουσική, όταν δεν συμβαίνει αυτό. Ίσως οι εικόνες να είναι ένα κριτήριο για να ξεχωρίζουμε τι είναι μουσική και τι όχι».

«Ο έρωτας έχει φθαρεί»

- Γράφετε τραγούδια για χίλια-δυο πράγματα. Αν κάτι πάντως κυριαρχεί στο ελληνικό τραγούδι, είναι ο έρωτας. Γιατί νομίζετε;

«Εμένα προσωπικά με απασχολούν περισσότερο καταστάσεις που δεν έχουν να κάνουν με το θηλυκό ή το αρσενικό, αλλά με αυτό που υπάρχει στο βάθος και είναι κοινό και άφυλο. Γιατί γράφουν πολλοί ερωτικά τραγούδια; Νομίζω ότι είναι ευκολία και σίγουρη αποδοχή. Αλλά δεν είναι πάντα τέχνη. Θα επικαλεστώ κάτι που είχε πει ο Ανδρέας Καραντώνης για την ποίηση -αν και νομίζω ότι ισχύει για κάθε μορφή τέχνης: "η ποίηση", έλεγε, "πρέπει να δώσει όνομα σε πράγματα και καταστάσεις που δεν έχουν όνομα και να αφαιρέσει το όνομα από άλλα που έχουν φθαρεί". Ο έρωτας, λοιπόν, έχει φθαρεί τόσο, που πρέπει να του αφαιρέσουμε το όνομα».

- Με τον έρωτα ασχολούνται οι πολλοί, με το θάνατο, τη φθορά, ελάχιστοι. Είναι πράγματα που τρομάζουν. Όχι εσάς, αν κρίνει κανείς από τα τραγούδια σας.

«Με το θάνατο έχω ασχοληθεί πολύ και μάλιστα τον έχω χλευάσει. Νομίζω πως χλευάζουμε ό,τι φοβόμαστε. Μάλλον λοιπόν το κάνω από φόβο. Θυμάμαι, όταν ήμουν πιτσιρικάς, για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα δεν κοιμόμουν τη νύχτα γιατί, αν και δεν μπορούσα ακόμα να διανοηθώ τον δικό μου θάνατο, σκεφτόμουν το θάνατο των δικών μου. Σχετικά πρόσφατα -κι αυτό είναι δείγμα ανωριμότητας- βίωσα το δικό μου θάνατο: ένιωσα τη ματαιότητα της ύπαρξης πολύ βαριά επάνω μου. Έπαθα το εξής: για ένα διάστημα κυκλοφορούσα σαν ανδρείκελο. Αισθανόμουν πως ό,τι λέω, ό,τι κάνω είναι σαν τενεκεδένια κουτιά. Σαν να ήμουν παρατηρητής του εαυτού μου και των άλλων. Σιγά-σιγά η καθημερινότητα με ξανάφερε πίσω. Αλλά η σφραγίδα έμεινε και μπορώ να πω ότι με έκανε καλύτερο άνθρωπο…».

- Έχετε μιλήσει για το αίσθημα χαρμολύπης των τραγουδιών σας. Το ελληνικό τραγούδι μοιάζει συχνά να θέτει απροσπέλαστα όρια. Η μία πλευρά (το τραγούδι της πίστας) τραγουδά χαρούμενα ακόμα και για τα πιο μελαγχολικά πράγματα. Μία άλλη πλευρά μοιάζει να θεωρεί απαραίτητο συστατικό ενός καλού τραγουδιού μια αφόρητη θλίψη…

«Ο,τιδήποτε γίνεται επιτηδευμένα δεν έχει νόημα και καταντά γελοίο. Εγώ ψάχνω τη συγκίνηση -η διασκέδαση δεν με ενδιαφέρει. Η συγκίνηση μπορεί να έρθει και από τη χαρά και από τη λύπη. Το τραγούδι της πίστας δεν με αφορά, όπως δεν με αφορά και το "έντεχνο": θεωρώ, και το 'χω ξαναπεί, ότι είμαι άτεχνος, γιατί γράφω τελείως πρωτόγονα. Στη μουσική πηγαίνω στην τύχη, κι αν κάτι με συγκινήσει, το κρατάω. Βέβαια, είναι δύσκολο να βρεις τη συγκίνηση. Κι εγώ περιμένω από κάθε μορφή τέχνης να με συγκλονίσει, κι αν είναι δυνατόν να μου αλλάξει τη ζωή, έστω και για λίγο».

- Τί σας έχει αλλάξει τη ζωή;

«Ο "Σιντάρτα" του Εσσε, το "Ζ" του Γαβρά, ο "Πεταλούδας" του Σάφνερ, το "Χάος" των Ταβιάνι, οι "Μοντέρνοι Καιροί" του Τσάπλιν, πολλά κομμάτια του Φίλιπ Γκλας, παραδοσιακά μας τραγούδια…».

Συνδημιουργοί

- Με έναν περίεργο τρόπο η μουσική σας τα εμπεριέχει όλα αυτά…

«Στο τελικό αποτέλεσμα υπάρχει ο προσωπικός μου κόσμος, αλλά και οι κόσμοι των μουσικών, ακόμα και των ηχοληπτών, που συμμετέχουν στη διαδικασία. Ό,τι ακούγεται είναι τελικά ένα πάντρεμα».

- Είστε δηλαδή «δημοκρατικός» συνθέτης…

«Οι μουσικοί μου είναι και συνδημιουργοί. Όταν ο άλλος αυτοσχεδιάζει, κάνει ένα δικό του δημιούργημα, αλλά το κερδίζω εγώ. Γι' αυτό και συχνά, μια που δεν είμαι και γνώστης της μουσικής, αισθάνομαι άσχημα».

- Η «Αγρύπνια» έγινε δεκτή με ευνοϊκά σχόλια από τους κριτικούς, αλλά δεν ακούστηκε όσο ίσως θα της άξιζε…

«Τις μουσικές μου τις αγοράζουν όσοι κάθονται σπίτι τους κι ακούνε μουσική -όσοι κι αν είναι αυτοί. Δεν με ενοχλεί καθόλου. Ξέρω ότι κάθε άνθρωπος συναντάει τις μουσικές που του αξίζουν».

- Ζείτε στη Λάρισα, αποφεύγετε τις πολλές συνεντεύξεις, έρχεστε στην Αθήνα για ελάχιστες εμφανίσεις κάθε φορά. Έχετε σκεφτεί ότι ακόμα κι αυτή η κατ' επιλογήν εικόνα σας είναι εκμεταλλεύσιμη για την αγορά;

«Εκεί στην Αθήνα έχετε πάθει την εξής πλάκα: νομίζετε ότι όλα γίνονται με κάποιο σκοπό, ότι υπάρχει ένα προσωπείο. Ξέρω ότι αυτό που κάνω έχει δημιουργήσει ένα μύθο. Αλλά προσπαθώ να τον σπάσω. Ξέρω και γιατί το κάνω. Ο βασικός λόγος είναι ότι τα ουσιαστικά πράγματα λέγονται κυρίως μέσα από αυτό που δημιουργείς. Η δημιουργία είναι και μια μορφή εξομολόγησης. Ύστερα θεωρώ ότι δεν πρέπει να μιλάω, γιατί, ό,τι κάνω το κάνω για να περνάω καλά. Γιατί να μιλάει ένας καλοπερασάκιας; Κανονικά θα έπρεπε να μιλούν όσοι δικαιώνουν την ύπαρξή τους θυσιάζοντας τον εαυτό τους για να δώσουν ελπίδα και χαρά στους άλλους. Αυτοί όμως είναι τόσο σπουδαίοι, που δεν θέλουν να μιλούν. Μιλούν δηλαδή τα τσουτσέκια…».